σφετερίζω: Difference between revisions
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sfeterizo | |Transliteration C=sfeterizo | ||
|Beta Code=sfeteri/zw | |Beta Code=sfeteri/zw | ||
|Definition=<span class="sense"> | |Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> <b class="b2">make one's own, appropriate, usurp</b>, ἐὰν ἑσμοὺς ἀλλοτρίους σφετερίζῃ τις <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>843d</span>; <b class="b3">τὰ πράγματα κατὰ τὴν πόλιν ἐσφετέρισαν</b> ib.<span class="bibl">715a</span>; τὸν χόρτον -ίσαντες <span class="bibl"><span class="title">PGen.</span>49.15</span> (iv A.D.):—Pass., τῆς ἐσφετερισμένης ἀρχῆς <span class="bibl">App.<span class="title">Hann.</span>45</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> more freq. in Med. σφετερίζομαι, [[σφετεριξάμενοι]] (Dor. aor.) πατραδέλφειαν <span class="bibl">A.<span class="title">Supp.</span>38</span> (anap.), cf. <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>5.1.36</span>, <span class="bibl">D.32.2</span>; σ. τι τῶν ἀλλοτρίων <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>952a29</span>; τι τῶν πέλας <span class="bibl">Plb.2.19.4</span>; χρήματα <span class="title">SIG</span>833.7 (Epist. Hadriani); ὄνομα Gal.6.543; ὅλον τὸν ἀκροατὴν σφετεριζόμενος <span class="bibl">Luc.<span class="title">Cal.</span>8</span>: pf. Pass. in same sense, <span class="bibl">D.H.10.32</span>; plpf. ἐσφετέριστο <span class="bibl">D.C.50.1</span>: also c. gen., -ομένους τῶν κοινῶν Phld.<span class="title">Rh.</span>2.174 S.; τῶν κτημάτων -ονται <span class="bibl"><span class="title">BGU</span> 195.17</span> (ii A.D.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 12:05, 31 December 2020
English (LSJ)
A make one's own, appropriate, usurp, ἐὰν ἑσμοὺς ἀλλοτρίους σφετερίζῃ τις Pl.Lg.843d; τὰ πράγματα κατὰ τὴν πόλιν ἐσφετέρισαν ib.715a; τὸν χόρτον -ίσαντες PGen.49.15 (iv A.D.):—Pass., τῆς ἐσφετερισμένης ἀρχῆς App.Hann.45. II more freq. in Med. σφετερίζομαι, σφετεριξάμενοι (Dor. aor.) πατραδέλφειαν A.Supp.38 (anap.), cf. X.HG5.1.36, D.32.2; σ. τι τῶν ἀλλοτρίων Arist.Pr.952a29; τι τῶν πέλας Plb.2.19.4; χρήματα SIG833.7 (Epist. Hadriani); ὄνομα Gal.6.543; ὅλον τὸν ἀκροατὴν σφετεριζόμενος Luc.Cal.8: pf. Pass. in same sense, D.H.10.32; plpf. ἐσφετέριστο D.C.50.1: also c. gen., -ομένους τῶν κοινῶν Phld.Rh.2.174 S.; τῶν κτημάτων -ονται BGU 195.17 (ii A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
σφετερίζω: μέλλ. -σω ἢ -ξω (ἴδε κατωτ.) - ἰδιοποιοῦμαί τι μὴ ἀνῆκον εἰς ἐμέ, οἰκειοποιοῦμαι (δι’ ἀθεμίτων μέσων), ἐὰν ἑσμοὺς ἀλλοτρίους σφετερίζῃ τις Πλάτ. Νόμ. 843D· τὰ πράγματα κατὰ τὴν πόλιν ἐσφετέρισαν αὐτόθι 715Α. - Παθ., τῆς ἐσφετερισμένης ἀρχῆς Ἀππ. Ἁνν. 45. ΙΙ. συνηθέστερον ὡς ἀποθ., σφετερίζομαι, σφετεριξάμενον πατραδέλφειαν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 39, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 36, Δημ. 882. 12 σφ. τι ἀλλοτρίων Ἀριστ. Προβλ. 29. 14· τι τῶν πέλας Πολύβ. 2. 19, 4· ὅλον τὸν ἀκροατὴν σφετερισάμενος Λουκ. π. Διαβολ. 8 παθητ. πρκμ. ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, Διον. Ἁλ. 10. 32, πρβλ. Δίωνα Κ. 50.1. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 459-470.
French (Bailly abrégé)
Act. seul. prés. et ao. ἐσφετέρισα;
Pass. seul. part. pf. ἐσφετερισμένος;
d’ord. au Moy. σφετερίζομαι.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
(το νεοελλ. πάντα μέσ., ενώ το μσν. και το αρχ. ενεργ. και μέσ.) οικειοποιούμαι ξένο πράγμα παράνομα, κάνω κάτι ξένο δικό μου
μσν.
σφετερίζομαι
μεταβιβάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφέτερος(βλ. λ. σφεῖς). Το ρ. χρησιμοποιείται «επί κακῷ» με σημ. «οικειοποιούμαι ξένα πράγματα παράνομα»].
Greek Monotonic
σφετερίζω: μέλ. -σω ή -ξω (σφέτερος), ιδιοποιούμαι κάτι που δεν μου ανήκει, οικειοποιούμαι με αθέμιτα μέσα, σφετερίζομαι, υφαρπάζω, καταχρώμαι, υπεξαιρώ, σε Πλάτ.· ομοίως, αποθ. σφετερίζομαι, σε Ξεν., Δημ.
Russian (Dvoretsky)
σφετερίζω: преимущ. med. (fut. σφετεριοῦμαι, aor. ἐσφετερισάμην - дор. ἐσφετεριξάμην, pf. ἐσφετέρισμαι, ppf. ἐσφετερίσμην)
1) присваивать себе, завладевать, захватывать (τὰ πράγματα κατὰ τὴν πόλιν Plat.; τὸ ναῦλον Dem.);
2) привлекать, на свою сторону (ὅλον τὸν ἀκροατήν Luc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σφετερίζω [σφέτερος] aor. ἐσφετέρισα, med. ἐσφετερισάμην, ptc. med. nom. m. plur. σφετεριξάμενοι Aeschl. Suppl. 38, zich toe-eigenen, zowel act. als med.
Middle Liddell
σφετερίζω, σφέτερος
to make one's own, appropriate, usurp, Plat.:—so, as Dep. σφετερίζομαι, Xen., Dem.