φαλαγγίτης: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
m (Text replacement - "<span class="bibl">11</span>" to "''ΙΙ''")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=falaggitis
|Transliteration C=falaggitis
|Beta Code=falaggi/ths
|Beta Code=falaggi/ths
|Definition=[ῑ], ου, ὁ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[soldier in a phalanx]], <span class="bibl">Plb.4.12.12</span>, <span class="bibl">D.S.18.2</span>, <span class="bibl">D.H.4.18</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> = [[φαλάγγιον]] ''ΙΙ'', Gal.12.150:—also fem. φᾰλαγγ-ῖτις, ιδος, ἡ, Dsc.3.108.</span>
|Definition=[ῑ], ου, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[soldier in a phalanx]], <span class="bibl">Plb.4.12.12</span>, <span class="bibl">D.S.18.2</span>, <span class="bibl">D.H.4.18</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> = [[φαλάγγιον]] ''ΙΙ'', Gal.12.150:—also fem. φᾰλαγγ-ῖτις, ιδος, ἡ, Dsc.3.108.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 13:50, 31 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φᾰλαγγίτης Medium diacritics: φαλαγγίτης Low diacritics: φαλαγγίτης Capitals: ΦΑΛΑΓΓΙΤΗΣ
Transliteration A: phalangítēs Transliteration B: phalangitēs Transliteration C: falaggitis Beta Code: falaggi/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, A soldier in a phalanx, Plb.4.12.12, D.S.18.2, D.H.4.18. II = φαλάγγιον ΙΙ, Gal.12.150:—also fem. φᾰλαγγ-ῖτις, ιδος, ἡ, Dsc.3.108.

German (Pape)

[Seite 1252] ὁ, ein Soldat von der Phalanx, bei den Römern von der Legion; Pol. 18, 15, 9 u. öfter; D. Hal. 4, 18. – Auch = φαλάγγιον 2, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

φᾰλαγγίτης: [ῑ], -ου, ὁ, στρατιώτης ἐν φάλαγγι, Λατ. legionarius, Πολύβ. 4. 12, 12, κλπ. ΙΙ. = φαλάγγιον, ΙΙ, Γαλην. τ. 13, σ. 239.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, θηλ. φαλαγγίτισσα Ν, θηλ. φαλαγγῑτις, -ίτιδος, Α
στρατιώτης φάλαγγας
νεοελλ.
1. απόμαχος του τακτικού στρατού της Ελληνικής Επανάστασης του 1821
2. μέλος της δεύτερης βαθμίδας της λεγόμενης Εθνικής Οργάνωσης του δικτατορικού καθεστώτος της 4ης Αυγούστου, σε αντιδιαστολή προς τον σκαπανέα, μέλος της πρώτης βαθμίδας
3. μέλος παραστρατιωτικής οργάνωσης σε φασιστικές χώρες
4. (στην Ισπανία) μέλος της φασιστικής φάλαγγας του στρατηγού Φράνκο
6. (στον Λίβανο) ένοπλος που ανήκει στην χριστιανική μειονότητα
αρχ.
(το αρσ.) είδος βοτάνου για τη θεραπεία τών δηγμάτων της δηλητηριώδους αράχνης φαλάγγιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάλαγξ, -αγγος + κατάλ. -ίτης].

Russian (Dvoretsky)

φᾰλαγγίτης: ου (ῑ) ὀ солдат фаланги, рядовой, (в Риме; лат. legionarius) легионер Polyb., Diod.