χιοειδής: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chioeidis | |Transliteration C=chioeidis | ||
|Beta Code=xioeidh/s | |Beta Code=xioeidh/s | ||
|Definition=ές, <span class="sense"> | |Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[in form of a]] X, <span class="bibl">Sor.2.41</span> (cj.); ἐπίδεσμος <span class="bibl">Paul.Aeg. 6.66</span>. Adv. <b class="b3">-δῶς</b> Sophon.in de An.<span class="bibl">19.34</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 15:30, 31 December 2020
English (LSJ)
ές, A in form of a X, Sor.2.41 (cj.); ἐπίδεσμος Paul.Aeg. 6.66. Adv. -δῶς Sophon.in de An.19.34.
Greek (Liddell-Scott)
χῑοειδής: -ές, ὅμοιος τὸ σχήμα τῷ Χ. χιοειδεῖ ἐπιδέσμῳ Παῦλ. Αἰγ. 286. 9. Ἐπίρρ. -δῶς, συναπτόμενα ἀλλήλοις χιοειδῶς Λέων Φιλοσ. Ἰατρ. σ. 129, 11. - Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Ι΄, σ. 525.
Greek Monolingual
-ές, ΝΜΑ
αυτός που έχει το σχήμα του γράμματος Χ, σταυροειδής.
επίρρ...
χιοειδῶς Μ
κατά χιοειδή τρόπο, σταυροειδώς («συναπτόμενα ἀλλήλοις χιοειδῶς», Λέων. Φιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χεῖ/χῖ + συνδετικό φωνήεν -ο- + -ειδής].