ἀμπέλινος: Difference between revisions

From LSJ

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ampelinos
|Transliteration C=ampelinos
|Beta Code=a)mpe/linos
|Beta Code=a)mpe/linos
|Definition=ον, also η, ον, = foreg., <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> καρπός <span class="bibl">Hdt.1.212</span>; <b class="b3">οἶνος ἀ</b>. [[grape]]-wine, opp. <b class="b3">οἶνος κρίθινος</b>, etc., <span class="bibl">Id.2.37</span>,<span class="bibl">60</span>; φύλλα <span class="bibl">Arist.<span class="title">PA</span>668a23</span>; <b class="b3">ἀ. βακτηρία</b> [[vine]]-stick, <span class="bibl">Plb.29.27.5</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> metaph., γραῦς ἀμπελίνη [[anus vinosa]], AP7.384 (Marc.Arg.).</span>
|Definition=ον, also η, ον, = foreg., <span class="sense"><span class="bld">A</span> καρπός <span class="bibl">Hdt.1.212</span>; <b class="b3">οἶνος ἀ</b>. [[grape]]-wine, opp. <b class="b3">οἶνος κρίθινος</b>, etc., <span class="bibl">Id.2.37</span>,<span class="bibl">60</span>; φύλλα <span class="bibl">Arist.<span class="title">PA</span>668a23</span>; <b class="b3">ἀ. βακτηρία</b> [[vine]]-stick, <span class="bibl">Plb.29.27.5</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> metaph., γραῦς ἀμπελίνη [[anus vinosa]], AP7.384 (Marc.Arg.).</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 17:26, 31 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμπέλινος Medium diacritics: ἀμπέλινος Low diacritics: αμπέλινος Capitals: ΑΜΠΕΛΙΝΟΣ
Transliteration A: ampélinos Transliteration B: ampelinos Transliteration C: ampelinos Beta Code: a)mpe/linos

English (LSJ)

ον, also η, ον, = foreg., A καρπός Hdt.1.212; οἶνος ἀ. grape-wine, opp. οἶνος κρίθινος, etc., Id.2.37,60; φύλλα Arist.PA668a23; ἀ. βακτηρία vine-stick, Plb.29.27.5. II metaph., γραῦς ἀμπελίνη anus vinosa, AP7.384 (Marc.Arg.).

German (Pape)

[Seite 128] auch 2, dasselbe, Her., καρπός 1, 212; οἶνος 2, 37, Traubenwein; φύλλα, Weinblätter, Arist. anim. 3; βακτηρία, Stock aus einer Weinrebe, Pol. 29, 11, 5; κλῆμα, Weinranke, Plut. Caes. 9. – Aber γραῦς ἀμπελίνη, eine versoffene Alte, Marc. Arg. 30 (VII, 384).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμπέλινος: -ον, ὡσαύτως η, ον, = ἀμπέλειος, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν ἄμπελον, καρπὸς Ἡρόδ. 1. 212· οἶνος ἀμπ. = οἶνος ἐκ σταφυλῶν, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ οἶνος κρίθινος κτλ., ὁ αὐτ. 2. 37, 60· φύλλα Ἀριστ. π. Μορ. Ζ. 3. 5, 10· ἀμπ. βακτήρια, ῥάβδος ἐκ κληματίδος, Λατ. vitis, Πολύβ. 29. 11, 5. ΙΙ. μεταφ., γραῦς ἀμπελίνη, anus vinosa, μεθυσμένον γραΐδιον, Ἀνθ. Π. 7. 384.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
de vigne, de raisin.
Étymologie: ἄμπελος.

English (Slater)

ἀμπέλῐνος
   1 of the vine ἀέξονται φρένας ἀμπελίνοις τόξοις δαμέντες i. e. by the effects of wine fr. 124. 11.

Spanish (DGE)

-ον
I 1de la vid, de vid καρπός Hdt.1.212, I.AI 2.66, οἶνος Hdt.2.37, 60, Polyaen.4.3.32, Plu.2.648e, ὀπώρα Plu.2.692e, φύλλα Arist.PA 668a21, κλήματα Plu.Caes.9, κλῆμα AP 9.375, στέφανος Callix.2, ἀμπέλινα μοσχεύματα plantones de vid, cepas, PCair.Zen.159.5 (III a.C.)
subst. τὸ ἀ. vino Ach.Tat.2.2.3.
2 de sarmiento βακτηρία Plb.29.27.5, cf. Euph.132, Philoch.194, τέφρα Gp.4.15.11
subst. sarmientos δεσμεύοντες ἀμπέλινα PMil.Vogl.69B.19 (II a.C.).
3 del color de la vid ἱμάτιον PHamb.10.27 (II a.C.).
II fig. borracho γρῆυς AP 7.384 (Marc.Arg.).

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμπέλινος, -ίνη, -ινον)
1. αυτός που ανήκει στο αμπέλι ή προέρχεται από αυτό
2. οινοπότης, μέθυσος
«γραῡς ἀμπελίνη».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμπελος.
ΠΑΡ. νεοελλ. αμπελίνα].

Greek Monotonic

ἀμπέλινος: -ον και -η, -ον (ἄμπελος), φτιαγμένος από αμπέλι, σε Ηρόδ.
II. λέγεται για πρόσωπα, αφιερωμένοι στο κρασί, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμπέλῐνος: 2, редко 3
1) виноградный (καρπός, οἶνος Her.; φύλλα Arst.; βακτηρία Polyb.; κλήματα Plut.);
2) ирон. преданный вину, хмельной (γρῆϋς Anth.).

Middle Liddell

ἄμπελος
I. of the vine, Hdt.
II. of persons, given to wine, Anth.