ἀστασίαστος: Difference between revisions
νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=astasiastos | |Transliteration C=astasiastos | ||
|Beta Code=a)stasi/astos | |Beta Code=a)stasi/astos | ||
|Definition=[ῐ], ον, <span class="sense"> | |Definition=[ῐ], ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[not torn by faction]], Ἀττική <span class="bibl">Th.1.2</span>; στρατός <span class="bibl">App.<span class="title">Hisp.</span>72</span>; βίος <span class="bibl">Eus.Mynd.26</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[not liable to disturbance]], νομή <span class="bibl"><span class="title">Sammelb.</span>5174</span> (iv A. D.), etc. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> of persons, [[free from faction]] or [[party-spirit]], <span class="bibl">Lys.2.55</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>459e</span>, etc.; of forms of government, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1302a9</span>. Adv. -τως <span class="bibl">D.S.17.54</span>, <span class="bibl">Herm. <span class="title">in Phdr.</span>p.186A.</span>: Comp., <span class="bibl">D.C.52.30</span>: Sup. -ότατα <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>520d</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 23:10, 31 December 2020
English (LSJ)
[ῐ], ον, A not torn by faction, Ἀττική Th.1.2; στρατός App.Hisp.72; βίος Eus.Mynd.26. 2 not liable to disturbance, νομή Sammelb.5174 (iv A. D.), etc. II of persons, free from faction or party-spirit, Lys.2.55, Pl.R.459e, etc.; of forms of government, Arist.Pol.1302a9. Adv. -τως D.S.17.54, Herm. in Phdr.p.186A.: Comp., D.C.52.30: Sup. -ότατα Pl.R.520d.
German (Pape)
[Seite 374] nicht aufrührerisch, ruhig, παρέχειν τοὺς συμμάχους Lys. 2, 55. 33, 7; nicht durch Aufruhr beunruhigt, Thuc. 1, 2; Plat. u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστᾰσίαστος: -ον, ἐπὶ χώρας, ἡ μὴ διαταρασσομένη ὑπὸ στάσεων, τὴν Ἀττικήν… ἀστασίαστον οὖσαν ἄνθρωποι ᾤκουν οἱ αὐτοὶ ἀεὶ Θουκ. 1. 2. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ μὴ στασιάζων, ἥσυχος, ἀστασιάστους παρέχοντες τοὺς συμμάχους Λυσ. 195. 38., Πλάτ. Πολ. 459Ε, κτλ.· ἐπὶ πολιτευμάτων, Ἀριστ. Πολ. 5. 1, 15: - Ἐπίρρ. -τως, ἀταράχως καὶ ἀστασιάστως διαμένειν Διόδ. 17. 54 (ἀνθ’ οὗ παρὰ γραμμ. καὶ ἀστασιαστικῶς)· ὑπερθ. -ότατα, Πλάτ. Πολ. 520D.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 non troublé par des factions, calme, paisible;
2 étranger aux factions, non factieux.
Étymologie: ἀ, στασιάζω.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no afectado por las discordias, libre de discordias de pers. o comunidades Ἀττική Th.1.2, οἱ σύμμαχοι Lys.2.55, ἡ ἀγέλη τῶν φυλάκων Pl.R.459e, οἱ πολίται Pl.Euthd.292b, τὰ τῶν ἀνθρώπων γένη Pl.Lg.713e, τοσαῦτα πλήθη Plb.11.19.3, Ἑλλάς D.Chr.12.74, cf. IG 22.1006.32 (II a.C.), c. gen. πόλις ... ἀ. ἐμφυλίου βλάβης Lyd.Mag.1.50
•de abstr. καλλίστη ... ἀστασιαστοτάτη μεῖξις καὶ κρᾶσις Pl.Phlb.63e, βίος Eus.Mynd.26
•de formas de gobierno ὅμως δὲ ἀσφαλεστέρα καὶ ἀ. μᾶλλον ἡ δημοκρατία τῆς ὀλιγαρχίας Arist.Pol.1302a9, ἡ κοινὴ πολιτεία Plb.6.48.3, ἔοικέ τε ἡ Ἐπικούρου διατριβὴ πολιτείᾳ τινὶ ἀληθεῖ, ἀστασιαστοτάτῃ Numen.24.34, cf. Them.Or.5.69c
•neutr. compar. como adv. ὡς ... ἀστασιαστότερον διάγωσι D.C.52.30.8
•neutr. plu. sup. como adv. ἀστασιαστότατα οἰκεῖσθαι vivir con las menores disensiones posibles Pl.R.520d.
2 que no es objeto de discordia νομή SB 5174.5 (VI d.C.).
II adv. -ως sin discordias πολιτεύειν ἀ. IMSipylos 1.40 (III a.C.), διαμένειν ἀ. D.S.17.54, φέρειν ἀ. Herm.in Phdr.186.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀστασίαστος, -ον)
1. αυτός που δεν ταράζεται από στάσεις, ο ειρηνικός
2. εκείνος που δεν προκαλεί ή δεν επιτρέπει στάσεις ή εξεγέρσεις
νεοελλ.
όποιος γίνεται δεκτός χωρίς διαφωνίες των ειδικών («ερμηνεία αστασίαστη»)
αρχ.
ο νομοταγής.
Greek Monotonic
ἀστᾰσίαστος: -ον (στασιάζω), αυτός που δεν διαταράσσεται από στάσεις, διχόνοιες, σε Θουκ.· λέγεται για προσωπα, ελεύθερος από κομματικό πνεύμα, μη φατριαστικός, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀστᾰσίαστος:
1) не раздираемый междоусобиями, без междоусобий (γῆ Thuc.; πόλεις Arst.);
2) не склонный к восстаниям (σύμμαχοι Lys.; ἀγέλη τῶν φυλάκων Plat.).
Middle Liddell
στασιάζω
not disturbed by faction, Thuc.: of persons, free from party-spirit, not factious, Plat.