ἐθελοντής: Difference between revisions
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ethelontis | |Transliteration C=ethelontis | ||
|Beta Code=e)qelonth/s | |Beta Code=e)qelonth/s | ||
|Definition=οῦ, ὁ, Prose form of foreg. (used by <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span>24</span>), <span class="bibl">Hdt.5.104</span>,<span class="bibl">110</span>,<span class="title">IG</span>12.97.15, <span class="bibl">Th.1.60</span>, <span class="bibl">And.1.3</span>: as Adj., <span class="sense"> | |Definition=οῦ, ὁ, Prose form of foreg. (used by <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span>24</span>), <span class="bibl">Hdt.5.104</span>,<span class="bibl">110</span>,<span class="title">IG</span>12.97.15, <span class="bibl">Th.1.60</span>, <span class="bibl">And.1.3</span>: as Adj., <span class="sense"><span class="bld">A</span> ἐ. φίλος <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>1.6.9</span>. (dub.); τῶν ἐ. τριηράρχων <span class="bibl">D.18.99</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> = [[δεικηλιστής]], <span class="bibl">Eust.884.27</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 00:50, 1 January 2021
English (LSJ)
οῦ, ὁ, Prose form of foreg. (used by S.Aj.24), Hdt.5.104,110,IG12.97.15, Th.1.60, And.1.3: as Adj., A ἐ. φίλος X.An.1.6.9. (dub.); τῶν ἐ. τριηράρχων D.18.99. II = δεικηλιστής, Eust.884.27.
German (Pape)
[Seite 718] ὁ, dasselbe, sowohl subst. als adj., Her. 5, 104. 110 Thuc. 1, 60 u. Folgde; Plat. Menex. 245 a. Vgl. Lob. Phryn. 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἐθελοντής: -οῦ, ὁ, πεζὸς τύπος τοῦ προηγ., (μεταχειρίζεται ὅμως αὐτὸν ὁ Σοφ. ἐν Αἴ. 24), Ἡρόδ. 5. 104, 110, Θουκ. 1. 60, Ἀνδοκ. 1. 14· ἐθ. φίλος Ξεν. Ἀν. 1. 6, 9· τῶν ἐθελοντῶν τριαρχῶν Δημ. 259. 12· - πρβλ. Λοβ. Φρύν. 4.
French (Bailly abrégé)
οῦ;
adj. m;
c. ἐθελοντήρ.
Étymologie: ἐθέλω.
Spanish (DGE)
-οῦ
• Alolema(s): θελοντής Hdt.6.92 (cód.)
1 que se ofrece voluntario, voluntario frec. en uso pred. por su propia voluntad, voluntariamente, de buen grado κἀγὼ 'θελοντὴς τῷδ' ὑπεζύγην πόνῳ S.Ai.24, cf. X.Mem.2.1.3, βουλόμενοι καὶ ἐθελονταί IG 13.101.32 (V a.C.), (λέγουσι) ἐθελοντὴν αὐτὴν τοῖσι Φοίνιξι συνεκπλῶσαι Hdt.1.5, ἐ. ὑπέστη ταύτην τὴν λειτουργίαν Lys.29.4, τοὺς ἐθελοντὰς τούτους εὖ ποιεῖν X.An.1.6.9, ὑπήκουσεν τῷ δήμῳ ἐ. IG 22.657.40 (III a.C.), ἔλαβ' ἐ., οὐ βίᾳ Men.Fab.Incert.1.47 (p. 298), (ψυχή) ἐ. ... δουλεύει Synes.Insomn.8, ἐ. ὁ μονογενὴς γέγονεν ἄνθρωπος de Jesucristo, Cyr.Al.Apol.Thdt.3.30
•esp. en la guerra y misiones difíciles ἐχς ἐθελοντōν ἐπιβατōν IG 13.60.15 (V a.C.), ἀνὴρ ἀπιγμένος ἐ. Hdt.1.61, cf. 5.104, 110, 7.134, 217, εἴ τινες ἐθέλοιεν ἄλλοι ἐθελονταὶ ἰέναι τε ἐς τὸν χῶρον τοῦτον Hdt.9.21, cf. 26, τῶν ἐθελοντῶν τριηράρχων D.18.99, cf. IG 22.467.23 (IV a.C.)
•subst. ὁ ἐ.: οὐδεὶς Ἀργείων ἔτι ἐβοήθεε, ἐθελονταὶ δ' ἐς χιλίους de unas tropas irregulares, Hdt.6.92, πέμπουσιν ἑαυτῶν τε ἐθελοντάς Th.1.60, φυγάδας δὲ καὶ ἐθελοντὰς ἐάσασα ... βοηθῆσαι Pl.Mx.245a, προσλαβὼν ἐθελοντὰς ἐκ παντὸς τοῦ στρατεύματος Plb.Fr.130, cf. Paus.1.32.6
•ac. ἐθελοντήν como adv. voluntariamente, espontáneamente τὰς μὲν ἐ. τῶν πολίων ὑποκυψάσας Hdt.6.25, ἐ. ὑπομένειν X.Mem.2.1.3, (ἐπιβάτας) ἐπέλεξε τοῦ στρατεύματος ἐ. τοὺς ἀρίστους Plb.1.49.5, cf. 2.38.7, 5.77.3, D.S.1.67.
2 en rituales dionisíacos en Tebas voluntario, espontáneo, aficionado Ath.621f, Eust.884.27
•en la comedia χορὸν κωμῳδῶν ὀψέ ποτε ὁ ἄρχων ἔδωκεν, ἄλλ' ἐθελονταὶ ἦσαν sólo pasado el tiempo el arconte concedió un coro, pues (los actores) eran aficionados Arist.Po.1449b2.
Greek Monolingual
ο (θηλ. εθελόντρια) (AM ἐθελοντής
Α και ἐθελοντήρ
θηλ. ἐθελοντίς, η)
αυτός που προσφέρεται αυτοπροαίρετα να κάνει κάτι
νεοελλ.
αυτός που κατατάσσεται εκούσια στον στρατό
αρχ.
είδος μίμων, δεικηλιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. εθελοντής ανάγεται σε θ. εθελοντ- που απαντά στη μτχ. εθέλων, -οντος
ο τ. εθελοντήρ (του οποίου μαρτυρείται η αιτιατική πληθυντικού εθελοντήρας μια φορά στον Όμηρο) εμφανίζει επίθημα -τηρ (πρβλ. κλητήρ, μνηστήρ)].
Greek Monotonic
ἐθελοντής: -οῦ, ὁ, μεταγεν. τύπος του προηγ., σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ἐθελοντής: οῦ adj. m добровольный Xen., Dem., Thuc., Men.: Κύπριοι ἐθελονταί σφι προσεγένοντο Her. кипряне добровольно присоединились к ним.
οῦ ὁ доброволец Her., Thuc., Arst., Plut.
Middle Liddell
ἐθελοντής, οῦ, later form of ἐθελοντήρ, Hdt., Thuc., etc.]
English (Woodhouse)
voluntarily, volunteer, of one's own accord, of one's own free will