ἰσόπεδος: Difference between revisions

From LSJ

Πᾶσιν γὰρ εὖ φρονοῦσι συμμαχεῖ τύχη → Sapientibus Fortuna se fert opiferam → Mit allen, die klug denken, steht das Glück im Bund

Menander, Monostichoi, 462
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=isopedos
|Transliteration C=isopedos
|Beta Code=i)so/pedos
|Beta Code=i)so/pedos
|Definition=ον, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[of even surface]], [[level]], ἐξ ἰ. χωρίου <span class="bibl">Hp.<span class="title">VC</span>11</span>, cf. <span class="bibl">Luc.<span class="title">Hipp.</span>4</span>; ἰ. τῷ δέρματι Gal.10.1011; <b class="b3">ἰ. χρώματα</b> [[flat in appearance]], opp. [[κοῖλα]], <span class="bibl">Alex.Aphr.<span class="title">Pr.</span>1.49</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> c. dat., [[level]] or [[even with]], χοῦν ποιέων τῆ ἄλλῃ γῇ ἰσόπεδον <span class="bibl">Hdt.4.201</span>, cf. <span class="bibl">D.S. 19.94</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Num.</span>10</span>.</span>
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of even surface]], [[level]], ἐξ ἰ. χωρίου <span class="bibl">Hp.<span class="title">VC</span>11</span>, cf. <span class="bibl">Luc.<span class="title">Hipp.</span>4</span>; ἰ. τῷ δέρματι Gal.10.1011; <b class="b3">ἰ. χρώματα</b> [[flat in appearance]], opp. [[κοῖλα]], <span class="bibl">Alex.Aphr.<span class="title">Pr.</span>1.49</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> c. dat., [[level]] or [[even with]], χοῦν ποιέων τῆ ἄλλῃ γῇ ἰσόπεδον <span class="bibl">Hdt.4.201</span>, cf. <span class="bibl">D.S. 19.94</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Num.</span>10</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 12:05, 1 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσόπεδος Medium diacritics: ἰσόπεδος Low diacritics: ισόπεδος Capitals: ΙΣΟΠΕΔΟΣ
Transliteration A: isópedos Transliteration B: isopedos Transliteration C: isopedos Beta Code: i)so/pedos

English (LSJ)

ον, A of even surface, level, ἐξ ἰ. χωρίου Hp.VC11, cf. Luc.Hipp.4; ἰ. τῷ δέρματι Gal.10.1011; ἰ. χρώματα flat in appearance, opp. κοῖλα, Alex.Aphr.Pr.1.49. 2 c. dat., level or even with, χοῦν ποιέων τῆ ἄλλῃ γῇ ἰσόπεδον Hdt.4.201, cf. D.S. 19.94, Plu.Num.10.

German (Pape)

[Seite 1265] dem Boden gleich, von gleichem, ebenem Boden, χοῦν ἐπεφόρησε ποιέων τῂ ἄλλῃ γῇ ἰσόπεδον Her. 4, 201; Sp.; τόπος τῷ λοιπῷ χώματι ἰσόπεδος Plut. Num. 10; D. Sic. 19, 94.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσόπεδος: -ον, ἔχων ὁμαλὴν ἐπιφάνειαν, ἐπίπεδος, ἐξ ἰσοπέδου χωρίου Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 902, πρβλ. Λουκ. Ἱππ. 4· ἰσ. χρώματα, ἐπιτιθέμενα ἐπὶ ἐπιπέδου, ἀντίθετον τῷ κοῖλα, Ἀλέξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 49. 2) μετὰ δοτ., ἐπίπεδοςἴσος πρὸς …, χοῦν ποιῆσαι τῇ ἄλλῃ γῇ ἰσόπεδον Ἡρόδ. 4: 201, πρβλ. Διόδ. 19. 94. - ἰσοπεδόω, μεταγεν.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est sur le même plan, de niveau avec, τινι ; τὸ ἰσόπεδον plaine unie.
Étymologie: ἴσος, πέδον.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἰσόπεδος -ον)
αυτός που έχει ομαλή, επίπεδη επιφάνεια, επίπεδος, ομαλός («χοῡν ποιέων τῇ ἄλλῃ γῃ ἰσόπεδον», Ηρόδ.)
νεοελλ.
1. αυτός που η επιφάνεια του βρίσκεται στο ίδιο ύψος με την επιφάνεια άλλου
2. φρ. «ισόπεδη διάβαση» — διασταύρωση δύο οδών ή οδού και σιδηροδρομικής γραμμής στην ίδια επιφάνεια
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσόπεδον
επίπεδο έδαφος, ομαλή επιφάνεια
(κατά τον Ησύχ.) «ἴσον τῇ γῇ, όμαλὸν ἔδαφος, ἰσόχωρον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)-+ -πεδος (< πέδον), πρβλ. βαθύ-πεδος, χαλκό-πεδος].

Greek Monotonic

ἰσόπεδος: -ον (πέδον), αυτός που έχει ομαλή επιφάνεια, επίπεδος· με δοτ., επίπεδος ή ίσος με κάποιον, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἰσόπεδος: находящийся вровень, на одном уровне (θάλασσαι ἰσόπεδοι Luc.): χοῦν ποιῆσαι τῇ ἄλλῃ γῇ ἰσόπεδον Her. сравнять насыпь с остальной землей.

Middle Liddell

ἰσό-πεδος, ον πέδον
of even surface, level or even with, c. dat., Hdt.