ἰχθυηρός: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μηδὲν εἰδὼς οὐδὲν ἐξαμαρτάνει → Quicumque nihil (nil) scit, ille vir peccat nihil → Ein Mann, der ohne Wissen ist, macht auch nichts falsch

Menander, Monostichoi, 430
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ichthyiros
|Transliteration C=ichthyiros
|Beta Code=i)xquhro/s
|Beta Code=i)xquhro/s
|Definition=ά, όν, (ἰχθῦς) <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[fishy]], [[scaly]], i.e. [[foul]], [[dirty]], πινακίσκοι <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>814</span>,<span class="bibl"><span class="title">Fr.</span>532</span>; ἔλαιον <span class="bibl">Ph. <span class="title">Bel.</span>90.19</span>; ζωμός <span class="bibl">Luc.<span class="title">Lex.</span>5</span>; <b class="b3">οὐκ ἔστιν ἰχθυηρόν</b> nothing [[of the fish kind]], <span class="bibl">Diph.32.21</span>; <b class="b3">ἡ πύλη ἡ ἰ</b>. the [[fish]]-gate, <span class="bibl">LXX<span class="title">Ne.</span>3.3</span>:—Subst., ἰχθῠηρά, ἡ, [[tax on fish]], <span class="bibl"><span class="title">UPZ</span>110.98</span> (ii B.C.), <span class="bibl"><span class="title">PFay.</span>42</span> ([[a]]) <span class="bibl"> v 2</span> (ii A.D.).</span>
|Definition=ά, όν, (ἰχθῦς) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[fishy]], [[scaly]], i.e. [[foul]], [[dirty]], πινακίσκοι <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>814</span>,<span class="bibl"><span class="title">Fr.</span>532</span>; ἔλαιον <span class="bibl">Ph. <span class="title">Bel.</span>90.19</span>; ζωμός <span class="bibl">Luc.<span class="title">Lex.</span>5</span>; <b class="b3">οὐκ ἔστιν ἰχθυηρόν</b> nothing [[of the fish kind]], <span class="bibl">Diph.32.21</span>; <b class="b3">ἡ πύλη ἡ ἰ</b>. the [[fish]]-gate, <span class="bibl">LXX<span class="title">Ne.</span>3.3</span>:—Subst., ἰχθῠηρά, ἡ, [[tax on fish]], <span class="bibl"><span class="title">UPZ</span>110.98</span> (ii B.C.), <span class="bibl"><span class="title">PFay.</span>42</span> ([[a]]) <span class="bibl"> v 2</span> (ii A.D.).</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 12:05, 1 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰχθῠηρός Medium diacritics: ἰχθυηρός Low diacritics: ιχθυηρός Capitals: ΙΧΘΥΗΡΟΣ
Transliteration A: ichthyērós Transliteration B: ichthyēros Transliteration C: ichthyiros Beta Code: i)xquhro/s

English (LSJ)

ά, όν, (ἰχθῦς) A fishy, scaly, i.e. foul, dirty, πινακίσκοι Ar.Pl.814,Fr.532; ἔλαιον Ph. Bel.90.19; ζωμός Luc.Lex.5; οὐκ ἔστιν ἰχθυηρόν nothing of the fish kind, Diph.32.21; ἡ πύλη ἡ ἰ. the fish-gate, LXXNe.3.3:—Subst., ἰχθῠηρά, ἡ, tax on fish, UPZ110.98 (ii B.C.), PFay.42 (a) v 2 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1275] die Fische betreffend; πινακίσκος, Fischschüssel, Fischbrett, Ar. Plut. 814; σπυρίς Poll. 6, 94; ζωμός Luc. Lex. 5; vgl. ἰχθυάριον.

Greek (Liddell-Scott)

ἰχθυηρός: ά, ον, (ἰχθὺς) κατάλληλος, ἐπιτήδειος εἰς ὑποδοχὴν ἰχθύων, τοὺς δὲ πινακίσκους τοὺς σαπρούς τοὺς ἰχθυηρούς ἀργυροῦς πάρεσθ’ ὁρᾶν Ἀριστοφ. Πλ. 813, Ἀποσπ. 449 (Πολυδ. Ι΄, 82)· ζωμός, «ψαρόσουπα», Λουκ. Λεξιφ. 5· οὐκ ἔστιν ἰχθυηρὸν ὑπὸ σοῦ μεταλαβεῖν, δὲν ἠμποροῦμεν νἀγοράσωμεν τίποτε ἀπὸ ψαρικὴ ἕνεκα σοῦ, (διότι ὅλα σὺ τὰ ἀγοράζεις), Δίφιλ. ἐν «Ἐμπόρῳ»1. 21· - τὴν πύλην τὴν ἰχθυηράν, τὴν ἰχθυϊκήν, δηλ. ἔνθα ἦν ἡ τῶν ἰχθύων ἀγορά, Ἑβδ. (Νεεμ. Γ΄, 3).

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
de poisson.
Étymologie: ἰχθύς.

Greek Monolingual

ἰχθυηρός, -ά, -όν (Α)
1. κατάλληλος να δεχθεί ψάρια
2. ρυπαρός, δυσώδης
3. αυτός που παρασκευάζεται από ψάρια («ἰχθυηρὸν ἔλαιον» Φίλ.)
4. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἰχθυηρά
πάπ. φόρος στα αλιευόμενα ψάρια
5. φρ. α) «ἰχθυηρός ζωμός» — ψαρόσουπα
β) «πύλη ἡ ἰχθυηρά» — πύλη στην οποία πωλούνται ψάρια, ψαραγορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο)- + επίθημα -ηρός (πρβλ. λυπ-ηρός, οδυν-ηρός)].

Greek Monotonic

ἰχθυηρός: -ά, -όν (ἰχθύς), κατάλληλος για υποδοχή ψαριών, δηλ. βρώμικος, ακάθαρτος, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἰχθυηρός:
1) рыбный, предназначенный для рыб (πινακίσκος Arph.);
2) рыбный, приготовленный из рыбы (ζωμός Luc.).

Middle Liddell

ἰχθυηρός, ἰχθύς
fishy, scaly, i. e. foul, dirty, Ar.