Πῖσα: Difference between revisions
ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=Pisa | |Transliteration C=Pisa | ||
|Beta Code=*pisa | |Beta Code=*pisa | ||
|Definition=or Πίση, Dor. Πίσα, ης, ἡ, a fountain at Olympia (<span class="bibl">Str.8.3.31</span>), which gave a name to Olympia itself, <span class="bibl">Stesich.90</span>, <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>1.18</span>, <span class="bibl">Hdt. 2.7</span>, etc.: Adv. Πίσηθεν <span class="title">AP</span>7.390 (Antip. Thess.); Πισαῖοι, οἱ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[the people of Pisa]], <span class="bibl">D.S.15.82</span> : Adj. Πισαῖος, α, ον, Nic.<span class="title">Fr.</span>74.5, <span class="title">AP</span>6.350 (Crin.), etc.:—also Πισάτης, ου, ὁ, <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>9.68</span> ; fem. Πισᾶτις, ιδος<b class="b3">, ἐλαία</b> ib.<span class="bibl">4.13</span> ; <b class="b3">ἡ Πισᾶτις</b> (sc. [[γῆ]]) <span class="bibl">Str.8.3.3</span> ; also ἡ Πισαία <span class="bibl">Paus.5.1.6</span>, etc. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> <span class="title">Pisa</span> in Etruria, <span class="bibl">Plb.2.16.2</span>, etc.: elsewh. in pl. | |Definition=or Πίση, Dor. Πίσα, ης, ἡ, a fountain at Olympia (<span class="bibl">Str.8.3.31</span>), which gave a name to Olympia itself, <span class="bibl">Stesich.90</span>, <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>1.18</span>, <span class="bibl">Hdt. 2.7</span>, etc.: Adv. Πίσηθεν <span class="title">AP</span>7.390 (Antip. Thess.); Πισαῖοι, οἱ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[the people of Pisa]], <span class="bibl">D.S.15.82</span> : Adj. Πισαῖος, α, ον, Nic.<span class="title">Fr.</span>74.5, <span class="title">AP</span>6.350 (Crin.), etc.:—also Πισάτης, ου, ὁ, <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>9.68</span> ; fem. Πισᾶτις, ιδος<b class="b3">, ἐλαία</b> ib.<span class="bibl">4.13</span> ; <b class="b3">ἡ Πισᾶτις</b> (sc. [[γῆ]]) <span class="bibl">Str.8.3.3</span> ; also ἡ Πισαία <span class="bibl">Paus.5.1.6</span>, etc. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> <span class="title">Pisa</span> in Etruria, <span class="bibl">Plb.2.16.2</span>, etc.: elsewh. in pl. [[Πίσαι]], [[αἱ]], <span class="bibl">Id.2.27.1</span>, etc. [[[Πῐσα]] in Pi., in other Poets [[Πῑσα]].]</span> | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 15:10, 1 January 2021
English (LSJ)
or Πίση, Dor. Πίσα, ης, ἡ, a fountain at Olympia (Str.8.3.31), which gave a name to Olympia itself, Stesich.90, Pi.O.1.18, Hdt. 2.7, etc.: Adv. Πίσηθεν AP7.390 (Antip. Thess.); Πισαῖοι, οἱ, A the people of Pisa, D.S.15.82 : Adj. Πισαῖος, α, ον, Nic.Fr.74.5, AP6.350 (Crin.), etc.:—also Πισάτης, ου, ὁ, Pi.O.9.68 ; fem. Πισᾶτις, ιδος, ἐλαία ib.4.13 ; ἡ Πισᾶτις (sc. γῆ) Str.8.3.3 ; also ἡ Πισαία Paus.5.1.6, etc. II Pisa in Etruria, Plb.2.16.2, etc.: elsewh. in pl. Πίσαι, αἱ, Id.2.27.1, etc. [[[Πῐσα]] in Pi., in other Poets Πῑσα.]
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
Pisa (Pise) ville d’Élide.
Étymologie: cf. πῖσος.
Greek Monolingual
η / Πῑσα, -ης, και Πίση, δωρ. τ. Πίσα, ΝΑ
αρχ.
1. πόλη της Ηλείας, πρωτεύουσα της Πισάτιδος, όπου κατά τους μυθικούς χρόνους βασίλευε ο Οινόμαος και η οποία όφειλε το όνομά της είτε στον ήρωα Πίσο, γιο του Περιήρους και εγγονό του Αιόλου, είτε στη γειτονική της πηγή Πίσα
2. πόλη της Ετρουρίας, στη βόρεια όχθη του ποταμού Άρνου η οποία ιδρύθηκε είτε από Έλληνες Πισάτες, αποίκους από την ομώνυμης πόλη της Πελοποννήσου, είτε από Ετρούσκους, είτε από Λίγυρες.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ βλ. λ. πῖσος].
Greek Monotonic
Πῖσα: ή Πίση, Δωρ. Πίσα, -ης, ἡ (πῖσος), πηγή στην Ολυμπία, σε Ηρόδ., Πίνδ.· επίρρ. Πίσηθεν, σε Ανθ.· επίθ. Πισαῖος, -α, -ον, αυτός που προέρχεται ή ανήκει στην Πίσα, στον ίδ.· επίσης Πισάτης [ᾱ], -ου, ὁ, θηλ. Πισᾶτις, -ιδος, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
Πῖσα: дор. Πίσα ἡ Писа (город в Элиде на р. Алфей) Her., Eur., Pind.
Middle Liddell
Πῖσα, ορ Πίση, doric Πίσα, ης, ἡ, πῖσος
Pisa, name of a fountain at Olympia, Hdt., Pind.