σωματείο: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
m (Text replacement - "-<i>ατος]]" to "-ατος") |
m (Text replacement - "σωματεῑον" to "σωματεῖον") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το / | |mltxt=το / σωματεῖον, ΝΜ [[σώμα]], -ατος<br />[[ένωση]] ατόμων που επιδιώκουν έναν κοινό σκοπό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(νομ.)</b> προαιρετική [[ένωση]] φυσικών προσώπων τα οποία, υπό νομική συλλογική [[προσωπικότητα]], επιδιώκουν κοινούς, μη κερδοσκοπικούς σκοπούς («καλλιτεχνικό [[σωματείο]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «αλληλοβοηθητικά σωματεία»<br /><b>(νομ.)</b> σωματεία που έχουν ως σκοπό να παρέχουν στα [[μέλη]] τους, [[καθώς]] και στις οικογένειες τών μελών τους, ιατροφαρμακευτική [[περίθαλψη]], χρηματρικά επιδόματα σε [[περίπτωση]] προσωρινής ανικανότητας για [[εργασία]], [[εφάπαξ]] βοηθήματα, συντάξεις κ.ά. [[βοήθεια]]<br />β) «επαγγελματικά σωματεία»<br /><b>(νομ.)</b> νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που ιδρύονται από μισθωτούς ή εργοδότες βάσει ειδικών συμπληρωματικών του Αστικού Κώδικα διατάξεων και τα οποία αποσκοπούν στη [[διαφύλαξη]] και [[προαγωγή]] τών [[κοινών]] επαγγελματικών συμφερόντων<br />γ) «θρησκευτικά σωματεία» — θρησκευτικές οργανώσεις στελεχωμένες από μορφωμένους κληρικούς και λαϊκούς που έχουν ως [[έργο]] την [[ενίσχυση]] του κηρύγματος, της κατήχησης και του γενικότερου πνευματικού έργου της Εκκλησίας. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:42, 2 January 2021
Greek Monolingual
το / σωματεῖον, ΝΜ σώμα, -ατος
ένωση ατόμων που επιδιώκουν έναν κοινό σκοπό
νεοελλ.
1. (νομ.) προαιρετική ένωση φυσικών προσώπων τα οποία, υπό νομική συλλογική προσωπικότητα, επιδιώκουν κοινούς, μη κερδοσκοπικούς σκοπούς («καλλιτεχνικό σωματείο»)
2. φρ. α) «αλληλοβοηθητικά σωματεία»
(νομ.) σωματεία που έχουν ως σκοπό να παρέχουν στα μέλη τους, καθώς και στις οικογένειες τών μελών τους, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, χρηματρικά επιδόματα σε περίπτωση προσωρινής ανικανότητας για εργασία, εφάπαξ βοηθήματα, συντάξεις κ.ά. βοήθεια
β) «επαγγελματικά σωματεία»
(νομ.) νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που ιδρύονται από μισθωτούς ή εργοδότες βάσει ειδικών συμπληρωματικών του Αστικού Κώδικα διατάξεων και τα οποία αποσκοπούν στη διαφύλαξη και προαγωγή τών κοινών επαγγελματικών συμφερόντων
γ) «θρησκευτικά σωματεία» — θρησκευτικές οργανώσεις στελεχωμένες από μορφωμένους κληρικούς και λαϊκούς που έχουν ως έργο την ενίσχυση του κηρύγματος, της κατήχησης και του γενικότερου πνευματικού έργου της Εκκλησίας.