τριβεύς: Difference between revisions
m (Text replacement - "<b class="b2">PLond. ined</b>" to "PLond. ined") |
mNo edit summary |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρῐβεύς''': έως, ὁ, [[τρίβων]], - [[τρίπτης]], Στράβ. 710· = [[δοίδυξ]], Α. Β. 239. ΙΙ ἐν τῇ μηχανικῇ τὸ [[τρῆμα]] ἐν ᾦ ὁ [[ἄξων]] τρίβεται περιστρεφόμενος, Ἀρχ. Μαθ. | |lstext='''τρῐβεύς''': έως, ὁ, [[τρίβων]], - [[τρίπτης]], Στράβ. 710· = [[δοίδυξ]], Α. Β. 239. ΙΙ ἐν τῇ μηχανικῇ τὸ [[τρῆμα]] ἐν ᾦ ὁ [[ἄξων]] τρίβεται περιστρεφόμενος, Ἀρχ. Μαθ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο / [[τριβέας]]/[[τριβεύς]], -έως, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>τεχνολ.</b> κυλινδρικό [[τεμάχιο]], [[συνήθως]] ορειχάλκινο, με εσωτερική [[επίστρωση]] από [[λευκό]] [[μέταλλο]] [[πάνω]] στο οποίο στηρίζεται [[άτρακτος]] ή [[άλλο]] [[μέρος]] μηχανής που στρέφεται<br /><b>2.</b> <b>(μεταλλ.)</b> [[μηχανική]] [[διάταξη]] που χρησιμοποιείται για τη [[λειοτρίβηση]] σκληρών υλικών<br /><b>φρ.</b> α) «[[τριβέας]] ολίσθησης»<br /><b>τεχνολ.</b> ο [[κυλισιοτριβέας]]<br />β) «[[ένσφαιρος]] [[τριβέας]]» — [[κυλισιοτριβέας]] που περιέχει μία ή δύο σειρές [[σφαιρών]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που τρίβει<br /><b>2.</b> [[γουδοχέρι]]<br /><b>3.</b> το [[περικάλυμμα]] της οπής κυλίνδρου ή τροχού [[πάνω]] στο οποίο τρίβεται ο [[κύλινδρος]] ενώ περιστρέφεται.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρίβω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>εύς</i> / -<i>έας</i> (<b>πρβλ.</b> [[σπορ]]-<i>εύς</i>, [[σπορ]]-<i>έας</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:53, 13 January 2021
English (LSJ)
έως, ὁ, A rubber, masseur, PCair.Zen.675.1 (iii B. C.), PLond. ined. 2087 (iii B. C.), Str.15.1.55. 2 = δοῖδυξ, pestle, Gal.13.850, AB 239, Gloss.; = ἀλετρίβανος, EM59.57. II in Mechanics, a rim or flange to take the pressure of a nut, Ph.Bel.53.19; = ἐντορνία, Hero Bel.97.11.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐβεύς: έως, ὁ, τρίβων, - τρίπτης, Στράβ. 710· = δοίδυξ, Α. Β. 239. ΙΙ ἐν τῇ μηχανικῇ τὸ τρῆμα ἐν ᾦ ὁ ἄξων τρίβεται περιστρεφόμενος, Ἀρχ. Μαθ.
Greek Monolingual
ο / τριβέας/τριβεύς, -έως, ΝΑ
νεοελλ.
1. τεχνολ. κυλινδρικό τεμάχιο, συνήθως ορειχάλκινο, με εσωτερική επίστρωση από λευκό μέταλλο πάνω στο οποίο στηρίζεται άτρακτος ή άλλο μέρος μηχανής που στρέφεται
2. (μεταλλ.) μηχανική διάταξη που χρησιμοποιείται για τη λειοτρίβηση σκληρών υλικών
φρ. α) «τριβέας ολίσθησης»
τεχνολ. ο κυλισιοτριβέας
β) «ένσφαιρος τριβέας» — κυλισιοτριβέας που περιέχει μία ή δύο σειρές σφαιρών
αρχ.
1. αυτός που τρίβει
2. γουδοχέρι
3. το περικάλυμμα της οπής κυλίνδρου ή τροχού πάνω στο οποίο τρίβεται ο κύλινδρος ενώ περιστρέφεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίβω + επίθημα -εύς / -έας (πρβλ. σπορ-εύς, σπορ-έας)].