εὐαρίθμητος: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrumGewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick

Menander, Monostichoi, 364
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=evarithmitos
|Transliteration C=evarithmitos
|Beta Code=eu)ari/qmhtos
|Beta Code=eu)ari/qmhtos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[easy to count]], i.e. [[few in number]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Acut.</span>3</span>, <span class="bibl">Pl. <span class="title">Ap.</span>40d</span>, <span class="bibl"><span class="title">Smp.</span>179c</span>; τὸ πλῆθος οὐκ εὐ. ἦν <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>2.15.1</span>; <b class="b3">ὀλίγα καὶ εὐ</b>. <span class="bibl">Jul.<span class="title">Or.</span>3.102c</span>.</span>
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[easy to count]], i.e. [[few in number]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Acut.</span>3</span>, <span class="bibl">Pl. <span class="title">Ap.</span>40d</span>, <span class="bibl"><span class="title">Smp.</span>179c</span>; τὸ πλῆθος οὐκ εὐ. ἦν <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>2.15.1</span>; <b class="b3">ὀλίγα καὶ εὐαρίθμητα</b> <span class="bibl">Jul.<span class="title">Or.</span>3.102c</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐᾰρίθμητος''': -ον, ὁ εὐκόλως ἀριθμούμενος, δηλ. [[ὀλίγος]] τὸν ἀριθμόν, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 383, Πλάτ. Ἀπολ. 40D, Συμπ. 179C· παρὰ Βυζ., εὐάριθμος, ον, Νικήτ. Χων. σ. 350C, κλ.
|lstext='''εὐᾰρίθμητος''': -ον, ὁ εὐκόλως ἀριθμούμενος, δηλ. [[ὀλίγος]] τὸν ἀριθμόν, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 383, Πλάτ. Ἀπολ. 40D, Συμπ. 179C· παρὰ Βυζ., [[εὐάριθμος]], ον, Νικήτ. Χων. σ. 350C, κλ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 13:37, 15 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐᾰρίθμητος Medium diacritics: εὐαρίθμητος Low diacritics: ευαρίθμητος Capitals: ΕΥΑΡΙΘΜΗΤΟΣ
Transliteration A: euaríthmētos Transliteration B: euarithmētos Transliteration C: evarithmitos Beta Code: eu)ari/qmhtos

English (LSJ)

ον, A easy to count, i.e. few in number, Hp.Acut.3, Pl. Ap.40d, Smp.179c; τὸ πλῆθος οὐκ εὐ. ἦν J.AJ2.15.1; ὀλίγα καὶ εὐαρίθμητα Jul.Or.3.102c.

German (Pape)

[Seite 1057] leicht zu zählen, also wenig an Zahl, Plat. Conv. 179 c; Xen. Hipp. 5, 5 u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

εὐᾰρίθμητος: -ον, ὁ εὐκόλως ἀριθμούμενος, δηλ. ὀλίγος τὸν ἀριθμόν, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 383, Πλάτ. Ἀπολ. 40D, Συμπ. 179C· παρὰ Βυζ., εὐάριθμος, ον, Νικήτ. Χων. σ. 350C, κλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à compter, peu nombreux.
Étymologie: εὖ, ἀριθμέω.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὐαρίθμητος, -ον)
1. αυτός που αριθμείται εύκολα
2. ο ολιγάριθμος, αυτός που είναι μικρός κατά τον αριθμό («τὸ πλῆθος οὐκ εὐαρίθμητον ἦν», Ιώσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αριθμητός (< αριθμώ)].

Greek Monotonic

εὐᾰρίθμητος: -ον, αυτός που υπολογίζεται, αριθμείται εύκολα, δηλ. λίγος στον αριθμό, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

εὐᾰρίθμητος: легко исчислимый, т. е. немногочисленный (ἵπποι Xen.; ἡμέραι καὶ νύκτες Plat.): οὐκ εὐ. Arst. неисчислимый, несметный.

Middle Liddell

εὐ-ᾰρίθμητος, ον
easy to count, i. e. few in number, Plat.