γεωπόνος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
(nl)
m (LSJ2 replacement)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=γεωπόνος
|Medium diacritics=γεωπόνος
|Low diacritics=γεωπόνος
|Capitals=ΓΕΩΠΟΝΟΣ
|Transliteration A=geōpónos
|Transliteration B=geōponos
|Transliteration C=geoponos
|Beta Code=gewpo/nos
|Definition=ὁ, [[husbandman]], ''AP'' 7.175 (Antiphil.), 281 (Heraclid.); [[labourer]], opp. [[γεωργός]], Ph. 1.211; — also [[γεηπόνος]] Damocr. ap. Gal. 13.40, Agath. 2.17 (pl.), Babr. 108.14; [[γαπόνος]] E. ''Supp.'' 420; [[γηπόνος]] Them. ''Or.'' 30.350c, Hld. 5.23.
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0488.png Seite 488]] das Land bestellend, Heraclid. 3 (VII, 281); ὁ, der Bauer, Antiphil. (VII, 175); Philo.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0488.png Seite 488]] das Land bestellend, Heraclid. 3 (VII, 281); ὁ, der Bauer, Antiphil. (VII, 175); Philo.
Line 12: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, η (AM [[γεωπόνος]], Α και [[γαπόνος]] και γηπόνος, ο)<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[επιστήμονας]] που ασχολείται με τη [[γεωπονία]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />ο [[αγρότης]], ο [[καλλιεργητής]] της γης·<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>γεω</i> - <span style="color: red;"><</span> <i>γη</i> <span style="color: red;">+</span> -[[πόνος]] <span style="color: red;"><</span> [[πονέω]]. Η αρχαία λ. [[γεωπόνος]] ανήκει στον κύκλο τών λέξεων της Νέας Ελληνικής που χρησιμοποιήθηκαν από τους λόγιους με νέο ή παρεμφερές σημασιολογικό [[περιεχόμενο]], εν προκειμένω με τη [[σημασία]] του επιστήμονα του ειδικού σε θέματα καλλιέργειας της γης].
|mltxt=ο, η (AM [[γεωπόνος]], Α και [[γαπόνος]] και γηπόνος, ο)<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[επιστήμονας]] που ασχολείται με τη [[γεωπονία]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />ο [[αγρότης]], ο [[καλλιεργητής]] της γης·<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>γεω</i> - <span style="color: red;"><</span> <i>γη</i> <span style="color: red;">+</span> -[[πόνος]] <span style="color: red;"><</span> [[πονέω]]. Η αρχαία λ. [[γεωπόνος]] ανήκει στον κύκλο τών λέξεων της Νέας Ελληνικής που χρησιμοποιήθηκαν από τους λόγιους με νέο ή παρεμφερές σημασιολογικό [[περιεχόμενο]], εν προκειμένω με τη [[σημασία]] του επιστήμονα του ειδικού σε θέματα καλλιέργειας της γης].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 10:58, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γεωπόνος Medium diacritics: γεωπόνος Low diacritics: γεωπόνος Capitals: ΓΕΩΠΟΝΟΣ
Transliteration A: geōpónos Transliteration B: geōponos Transliteration C: geoponos Beta Code: gewpo/nos

English (LSJ)

ὁ, husbandman, AP 7.175 (Antiphil.), 281 (Heraclid.); labourer, opp. γεωργός, Ph. 1.211; — also γεηπόνος Damocr. ap. Gal. 13.40, Agath. 2.17 (pl.), Babr. 108.14; γαπόνος E. Supp. 420; γηπόνος Them. Or. 30.350c, Hld. 5.23.

German (Pape)

[Seite 488] das Land bestellend, Heraclid. 3 (VII, 281); ὁ, der Bauer, Antiphil. (VII, 175); Philo.

Greek (Liddell-Scott)

γεωπόνος: ὁ, γεωργός, Ἀνθ. II. 7. 175, 281, Φίλων 1. 212· παρὰ Βαρβ. 108. 14, γεηπόνος. Ὁ Δωρ. τύπος γᾱπόνος ἦτο εὔχρηστος παρ’ Ἀττ., Εὐρ. Ἱκέτ. 420· πρβλ. γητόμος.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
celui qui travaille à la terre, cultivateur, agriculteur.
Étymologie: γῆ, πένομαι.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): γᾱπ- E.Supp.420; γηπ- Them.Or.30.350c, Hld.5.23.2, Cyr.Al.M.70.1237B, Aristaenet.1.10.55, Pamprepius 3.134; γεηπ- Damocr. en Gal.13.40, Agath.2.17.2, Babr.108.14, Gr.Nyss.Ep.10.1, Sch.Nic.Th.5, Vett.Val.2.7; γειοπ- AP 6.41 (Agath.), Nonn.D.21.97, 42.329, Pamprepius 3.115; γηοπ- Dioscorus 5.34
I 1rústico, de campocomo sinón. de ἄγροικος Agath.l.c., μῦς Babr.l.c.
como epít. de Ares, Pamprepius 3.115.
2 que remueve la tierra ἄνεμοι Nonn.D.21.97.
II subst.
1 ὁ γ. agricultor, que trabaja la tierra γαπόνος δ' ἀνὴρ πένης E.l.c., cf. AP l.c., 7.175 (Antiphil.), 281 (Heraclid.), 9.742 (Phil.), Damocr.l.c., Nonn.D.42.329, Them.l.c., Hld.l.c., Cyr.Al.l.c., Gr.Nyss.l.c., Aristaenet.l.c., Pamprepius 3.134, Dioscorus l.c., IGPA 253 (imper.).
2 ὁ γ. jornalero op. γεωργός Ph.1.211.
3 τὸ γ. labores del campo, agricultura Gr.Naz.M.36.665B.

Greek Monolingual

ο, η (AM γεωπόνος, Α και γαπόνος και γηπόνος, ο)
νεοελλ.
ο επιστήμονας που ασχολείται με τη γεωπονία
αρχ.-μσν.
ο αγρότης, ο καλλιεργητής της γης·
[ΕΤΥΜΟΛ. < γεω - < γη + -πόνος < πονέω. Η αρχαία λ. γεωπόνος ανήκει στον κύκλο τών λέξεων της Νέας Ελληνικής που χρησιμοποιήθηκαν από τους λόγιους με νέο ή παρεμφερές σημασιολογικό περιεχόμενο, εν προκειμένω με τη σημασία του επιστήμονα του ειδικού σε θέματα καλλιέργειας της γης].

Greek Monotonic

γεωπόνος: ὁ, γεωργός, καλλιεργητής της γης, σε Ανθ.· σε Βάβρ. γεη-πόνος· Δωρ. τύπος γᾱπόνος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

γεωπόνος: и γειοπόνος, дор. γᾱπόνος ὁ землепашец, земледелец Anth.

Middle Liddell

a husbandman, Anth.; in Babr.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γεωπόνος -ου, ὁ, en γεηπόνος, Dor. γᾱπόνος [γῆ, πένομαι boer.