παλίνσκιος: Difference between revisions

From LSJ

ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "αῑα" to "αῖα")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[παλίνσκιος]] ή [[παλίσκιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που σκιάζεται εκ νέου ή αυτός που έχει πυκνή [[σκιά]] («ἐλαῑαι οὐ... γίγνονται παλίνσκιοι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σκοτεινός]], [[ζοφερός]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ παλίνσκιον</i><br />[[τόπος]] που σκιάζεται.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλι]](<i>ν</i>) <span style="color: red;">+</span> [[σκιά]].
|mltxt=[[παλίνσκιος]] ή [[παλίσκιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που σκιάζεται εκ νέου ή αυτός που έχει πυκνή [[σκιά]] («ἐλαῖαι οὐ... γίγνονται παλίνσκιοι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σκοτεινός]], [[ζοφερός]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ παλίνσκιον</i><br />[[τόπος]] που σκιάζεται.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλι]](<i>ν</i>) <span style="color: red;">+</span> [[σκιά]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 08:50, 14 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλίνσκῐος Medium diacritics: παλίνσκιος Low diacritics: παλίνσκιος Capitals: ΠΑΛΙΝΣΚΙΟΣ
Transliteration A: palínskios Transliteration B: palinskios Transliteration C: palinskios Beta Code: pali/nskios

English (LSJ)

ον, A shaded over again, thick-shaded, ἐν -σκίῳ Archil.34, Plu.Num.10, cf. Is.Fr.112; π. ἐλαῖαι Arist.HA556a24; ὗλαι Luc.Am. 12; dark, χειμών S.Fr.289:—also πᾰλίσκῐος, ον, ἄντρον h.Merc.6, h.Hom.18.6; ἐν -σκίοις Thphr.HP1.8.1, cf. Od.40; εἰς τὸ π. Max.Tyr. 5.1.

German (Pape)

[Seite 450] = παλίσκιος; χειμών, Soph. frg. 272; Archil. 19 u. sonst als v. l.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλίνσκιος: -ον, ὁ ὑποσκιαζόμενος ὑπ’ ἄλλου, σύσκιος, σκοτεινός, ζοφώδης, Ἀρχίλ. 30, Σοφ. Ἀποσπ. 272, Ἰσαῖ. παρ’ Ἁρποκρ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 30, 2, κτ.· παλίσκιος ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 6, Ὕμν. Ὁμ. 17. 6, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 8, 1, κ. ἀλλ.· εἰς τὸ π. Μάξιμ. Τύρ. 5. 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 couvert d’une ombre épaisse;
2 qui est tout à fait à l’ombre.
Étymologie: πάλιν, σκιά.

Greek Monolingual

παλίνσκιος ή παλίσκιος, -ον (Α)
1. αυτός που σκιάζεται εκ νέου ή αυτός που έχει πυκνή σκιά («ἐλαῖαι οὐ... γίγνονται παλίνσκιοι», Αριστοτ.)
2. σκοτεινός, ζοφερός
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ παλίνσκιον
τόπος που σκιάζεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλι(ν) + σκιά.

Greek Monotonic

πᾰλίνσκιος: ή παλί-σκιος, -ον, αυτός που σκιάζεται ξανά από παντού, που έχει πυκνή φυλλωσιά, σε Ομηρ. Ύμν. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλίνσκιος:
1) покрывающий сплошной или вечной тенью, тенистый (ἐλαῖαι οὐ παλίνσκιοι Arst.; λαγών Plut.);
2) темный, мрачный (χειμών Soph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παλίνσκιος -ον [πάλιν, σκιά] schaduwrijk subst. τὸ παλίνσκιον donkere plaats.

Middle Liddell

πᾰλίν-σκιος, ορ παλί-σκιος, ον,
shaded over again, thick-shaded, Hhymn., etc.