εμποιώ: Difference between revisions

From LSJ

Τί γὰρ γένοιτ' ἂν ἕλκος μεῖζονφίλος κακός; → What wound is greater than a false friend?

Sophocles, Antigone, 651-2
(11)
 
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(-έω) (AM ἐμποιῶ)<br /><b>1.</b> [[προξενώ]], [[παράγω]], [[επιφέρω]], [[ενσπείρω]], [[εμφυσώ]]<br /><b>2.</b> (για ψυχικές καταστάσεις) [[εμβάλλω]], [[κάνω]] να γεννηθεί, [[προκαλώ]], [[δημιουργώ]] («ἐλπίδας ἐμποιεῑ ἀνθρώποις», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατασκευάζω]] [[μέσα]] σε [[κάτι]] («ἐν τοῑς καπηλείοισι λάκκους ἐμποιεῑν ὕδατος», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διαμορφώνω]], [[σχηματίζω]]<br /><b>3.</b> (για χρησμό κυρ.) [[παραποιώ]] παρεμβάλλοντας, [[διασκευάζω]] [[κάτι]] γνήσιο με [[προσθήκη]]<br /><b>4.</b> <b>γεν.</b> [[παρεμβάλλω]]<br /><b>5.</b> (με απρμφ.) [[βάζω]] σε κάποιον την [[ιδέα]], την [[πεποίθηση]] («ἐμποιῆσαι τοῑς στρατιώταις [[ἀκολουθητέον]] [[εἶναι]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>6.</b> <b>μέσ.</b> αντιποιούμαι, [[εγείρω]] αξιώσεις, [[απαιτώ]] («καὶ ἐκ τῶν ἱερέων οἱ ἐμποιούμενοι ἱερωσύνης», ΠΔ Έσδρ.).
|mltxt=(-έω) (AM ἐμποιῶ)<br /><b>1.</b> [[προξενώ]], [[παράγω]], [[επιφέρω]], [[ενσπείρω]], [[εμφυσώ]]<br /><b>2.</b> (για ψυχικές καταστάσεις) [[εμβάλλω]], [[κάνω]] να γεννηθεί, [[προκαλώ]], [[δημιουργώ]] («ἐλπίδας ἐμποιεῑ ἀνθρώποις», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατασκευάζω]] [[μέσα]] σε [[κάτι]] («ἐν τοῖς καπηλείοισι λάκκους ἐμποιεῑν ὕδατος», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διαμορφώνω]], [[σχηματίζω]]<br /><b>3.</b> (για χρησμό κυρ.) [[παραποιώ]] παρεμβάλλοντας, [[διασκευάζω]] [[κάτι]] γνήσιο με [[προσθήκη]]<br /><b>4.</b> <b>γεν.</b> [[παρεμβάλλω]]<br /><b>5.</b> (με απρμφ.) [[βάζω]] σε κάποιον την [[ιδέα]], την [[πεποίθηση]] («ἐμποιῆσαι τοῖς στρατιώταις [[ἀκολουθητέον]] [[εἶναι]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>6.</b> <b>μέσ.</b> αντιποιούμαι, [[εγείρω]] αξιώσεις, [[απαιτώ]] («καὶ ἐκ τῶν ἱερέων οἱ ἐμποιούμενοι ἱερωσύνης», ΠΔ Έσδρ.).
}}
}}

Revision as of 18:05, 25 March 2021

Greek Monolingual

(-έω) (AM ἐμποιῶ)
1. προξενώ, παράγω, επιφέρω, ενσπείρω, εμφυσώ
2. (για ψυχικές καταστάσεις) εμβάλλω, κάνω να γεννηθεί, προκαλώ, δημιουργώ («ἐλπίδας ἐμποιεῑ ἀνθρώποις», Ξεν.)
αρχ.
1. κατασκευάζω μέσα σε κάτι («ἐν τοῖς καπηλείοισι λάκκους ἐμποιεῑν ὕδατος», Αριστοφ.)
2. διαμορφώνω, σχηματίζω
3. (για χρησμό κυρ.) παραποιώ παρεμβάλλοντας, διασκευάζω κάτι γνήσιο με προσθήκη
4. γεν. παρεμβάλλω
5. (με απρμφ.) βάζω σε κάποιον την ιδέα, την πεποίθηση («ἐμποιῆσαι τοῖς στρατιώταις ἀκολουθητέον εἶναι», Ξεν.)
6. μέσ. αντιποιούμαι, εγείρω αξιώσεις, απαιτώ («καὶ ἐκ τῶν ἱερέων οἱ ἐμποιούμενοι ἱερωσύνης», ΠΔ Έσδρ.).