συνέπεια: Difference between revisions
Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[επακολούθημα]], [[αποτέλεσμα]], [[απόρροια]], [[επίπτωση]] (α. «η έντονη [[κούραση]] [[είναι]] [[συνέπεια]] της αρρώστιας του» β. «ευτυχώς που η [[συμπεριφορά]] του δεν είχε συνέπειες στη [[βαθμολογία]] του»)<br /><b>2.</b> [[λογική]] [[ακολουθία]]<br /><b>3.</b> το να [[είναι]] [[κανείς]] [[πιστός]] στον λόγο, στις υποχρεώσεις ή στο [[καθήκον]] του<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[κατά]] [[συνέπεια]]» — σύμφωνα με τη [[φυσική]] [[εξέλιξη]] τών πραγμάτων, [[συνεπώς]], [[επομένως]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[σύνδεση]], [[συνειρμός]] τών λέξεων ή τών στίχων («τί ἔστι [[συνέπεια]]; ἡ [[σύμφρασις]] καὶ [[συνακολούθησις]] | |mltxt=η, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[επακολούθημα]], [[αποτέλεσμα]], [[απόρροια]], [[επίπτωση]] (α. «η έντονη [[κούραση]] [[είναι]] [[συνέπεια]] της αρρώστιας του» β. «ευτυχώς που η [[συμπεριφορά]] του δεν είχε συνέπειες στη [[βαθμολογία]] του»)<br /><b>2.</b> [[λογική]] [[ακολουθία]]<br /><b>3.</b> το να [[είναι]] [[κανείς]] [[πιστός]] στον λόγο, στις υποχρεώσεις ή στο [[καθήκον]] του<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[κατά]] [[συνέπεια]]» — σύμφωνα με τη [[φυσική]] [[εξέλιξη]] τών πραγμάτων, [[συνεπώς]], [[επομένως]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[σύνδεση]], [[συνειρμός]] τών λέξεων ή τών στίχων («τί ἔστι [[συνέπεια]]; ἡ [[σύμφρασις]] καὶ [[συνακολούθησις]] τοῦ λόγου», Διον. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>έπεια</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>επής</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἔπος]]), <b>πρβλ.</b> <i>αρτι</i>-<i>έπεια</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[επακολούθημα]], [[αποτέλεσμα]], [[απόρροια]], [[επίπτωση]] (α. «η έντονη [[κούραση]] [[είναι]] [[συνέπεια]] της αρρώστιας του» β. «ευτυχώς που η [[συμπεριφορά]] του δεν είχε συνέπειες στη [[βαθμολογία]] του»)<br /><b>2.</b> [[λογική]] [[ακολουθία]]<br /><b>3.</b> το να [[είναι]] [[κανείς]] [[πιστός]] στον λόγο, στις υποχρεώσεις ή στο [[καθήκον]] του<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[κατά]] [[συνέπεια]]» — σύμφωνα με τη [[φυσική]] [[εξέλιξη]] τών πραγμάτων, [[συνεπώς]], [[επομένως]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[σύνδεση]], [[συνειρμός]] τών λέξεων ή τών στίχων («τί ἔστι [[συνέπεια]]; ἡ [[σύμφρασις]] καὶ [[συνακολούθησις]] | |mltxt=η, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[επακολούθημα]], [[αποτέλεσμα]], [[απόρροια]], [[επίπτωση]] (α. «η έντονη [[κούραση]] [[είναι]] [[συνέπεια]] της αρρώστιας του» β. «ευτυχώς που η [[συμπεριφορά]] του δεν είχε συνέπειες στη [[βαθμολογία]] του»)<br /><b>2.</b> [[λογική]] [[ακολουθία]]<br /><b>3.</b> το να [[είναι]] [[κανείς]] [[πιστός]] στον λόγο, στις υποχρεώσεις ή στο [[καθήκον]] του<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[κατά]] [[συνέπεια]]» — σύμφωνα με τη [[φυσική]] [[εξέλιξη]] τών πραγμάτων, [[συνεπώς]], [[επομένως]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[σύνδεση]], [[συνειρμός]] τών λέξεων ή τών στίχων («τί ἔστι [[συνέπεια]]; ἡ [[σύμφρασις]] καὶ [[συνακολούθησις]] τοῦ λόγου», Διον. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>έπεια</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>επής</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἔπος]]), <b>πρβλ.</b> <i>αρτι</i>-<i>έπεια</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:50, 25 March 2021
English (LSJ)
ἡ, (ἔπος) A connection of words or verses, D.H.Comp.23 (v.l. συνέχεια), A.D.Synt.41.25; acc. sg. συνεπ[ει]αν is dub. l. in Phld.Po.2.28.
German (Pape)
[Seite 1016] ἡ, der Zusammenhang der Worte, der Context, D. Hal. de C. V. 23 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συνέπεια: ἡ, (ἔπος) συναφή, συνειρμὸς λέξεων ἢ στίχων Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 23 (ἕτεροι συνέχεια), Ἀπολλ. περὶ Συντάξ. 41· «τί ἐστι συνέπεια; ἡ σύμφρασις καὶ συνακολούθησις τοῦ λόγου» Σχόλ. εἰς Διονύσ. ἐν Viloison Ἀνεκδ. τ. 2, σ. 112, 13, κλπ.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
νεοελλ.
1. επακολούθημα, αποτέλεσμα, απόρροια, επίπτωση (α. «η έντονη κούραση είναι συνέπεια της αρρώστιας του» β. «ευτυχώς που η συμπεριφορά του δεν είχε συνέπειες στη βαθμολογία του»)
2. λογική ακολουθία
3. το να είναι κανείς πιστός στον λόγο, στις υποχρεώσεις ή στο καθήκον του
4. φρ. «κατά συνέπεια» — σύμφωνα με τη φυσική εξέλιξη τών πραγμάτων, συνεπώς, επομένως
μσν.-αρχ.
σύνδεση, συνειρμός τών λέξεων ή τών στίχων («τί ἔστι συνέπεια; ἡ σύμφρασις καὶ συνακολούθησις τοῦ λόγου», Διον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -έπεια (< -επής < ἔπος), πρβλ. αρτι-έπεια].
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
νεοελλ.
1. επακολούθημα, αποτέλεσμα, απόρροια, επίπτωση (α. «η έντονη κούραση είναι συνέπεια της αρρώστιας του» β. «ευτυχώς που η συμπεριφορά του δεν είχε συνέπειες στη βαθμολογία του»)
2. λογική ακολουθία
3. το να είναι κανείς πιστός στον λόγο, στις υποχρεώσεις ή στο καθήκον του
4. φρ. «κατά συνέπεια» — σύμφωνα με τη φυσική εξέλιξη τών πραγμάτων, συνεπώς, επομένως
μσν.-αρχ.
σύνδεση, συνειρμός τών λέξεων ή τών στίχων («τί ἔστι συνέπεια; ἡ σύμφρασις καὶ συνακολούθησις τοῦ λόγου», Διον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -έπεια (< -επής < ἔπος), πρβλ. αρτι-έπεια].