ἐπιπτυχή: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιπτυχή]], ἡ (Α) [[επιπτύσσω]]<br />[[επικάλυμμα]] («ἔβαλεν ἐπὶ τὴν ἐπιπτυχὴν τοῡ [[θώρακος]] ἀκοντίσματι», <b>Πλούτ.</b>).
|mltxt=[[ἐπιπτυχή]], ἡ (Α) [[επιπτύσσω]]<br />[[επικάλυμμα]] («ἔβαλεν ἐπὶ τὴν ἐπιπτυχὴν τοῦ [[θώρακος]] ἀκοντίσματι», <b>Πλούτ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 18:55, 25 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιπτῠχή Medium diacritics: ἐπιπτυχή Low diacritics: επιπτυχή Capitals: ΕΠΙΠΤΥΧΗ
Transliteration A: epiptychḗ Transliteration B: epiptychē Transliteration C: epiptychi Beta Code: e)piptuxh/

English (LSJ)

ἡ, A = ἐπίπτυγμα, flap, χιτῶνος J.AJ17.5.7, Plu.2.979c; τοῦ θώρακος Id.Pomp.35; αἱ ἐ. τῶν ῥακίων rags and tatters, Luc.DMort.1.2.

German (Pape)

[Seite 974] ἡ, = ἐπίπτυγμα, ἔβαλεν ἐπὶ τὴν ἐπιπτυχὴν τοῦ θώρακος ἀκοντίσματι Plut. Pomp. 35, öfter; τριβώνιον ἔχων ταῖς ἐπιπτυχαῖς τῶν ῥακίων ποικίλον Luc. D. Mort. 1, 2, Flicklappen.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπτῠχή: ἡ, = ἐπίπτυγμα, ἐπικάλυμμα, Πλούτ. 2. 979D· τοῦ θώρακος ὁ αὐτ. Πομπ. 35· αἱ ἐπ. τῶν ῥακίων, ἐμβαλώματα, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 1. 2.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 repli, enveloppe;
2 pièce qu’on ajuste sur un vêtement troué.
Étymologie: ἐπιπτύσσω.

Greek Monolingual

ἐπιπτυχή, ἡ (Α) επιπτύσσω
επικάλυμμα («ἔβαλεν ἐπὶ τὴν ἐπιπτυχὴν τοῦ θώρακος ἀκοντίσματι», Πλούτ.).

Greek Monotonic

ἐπιπτῠχή: ἡ, επικάλυμμα, καπάκι, σε Πλούτ., Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιπτῠχή:
1) чешуйка (ἰχθύες πρὸς οὐρὰν τὰς ἐπιπτυχὰς ἔχοντες Plut.);
2) створка, крышка (τοῦ θώρακος Plut.);
3) заплата: αἱ ἐπιπτυχαὶ τῶν ῥακίων Luc. отрепье, лохмотья.

Middle Liddell

ἐπι-πτῠχή, ἡ,
an over-fold, a flap, Plut., Luc.