ῥαθυμία: Difference between revisions

From LSJ

τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[ῥαθυμία]], ΝΜΑ, και [[ραθυμία]] Ν, και [[ῥαθυμία]] Α [[ράθυμος]]<br />η [[ιδιότητα]] ή η [[κατάσταση]] του ράθυμου, [[απροθυμία]] για [[εργασία]], [[οκνηρία]], [[νωθρότητα]], [[αμέλεια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> κακή [[διάθεση]], [[στενοχώρια]], [[θλίψη]]<br /><b>2.</b> (στον τ. <i>ραθυμιά</i>) σφοδρή [[επιθυμία]], [[αραθυμιά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[έλλειψη]] σοβαρότητας, [[επιπολαιότητα]]<br /><b>2.</b> [[ευθυμία]], [[τέρψη]], [[διασκέδαση]]<br /><b>3.</b> [[απερισκεψία]] («[[ῥαθυμία]]... τοῡ λόγου», <b>Πλάτ.</b>).
|mltxt=η / [[ῥαθυμία]], ΝΜΑ, και [[ραθυμία]] Ν, και [[ῥαθυμία]] Α [[ράθυμος]]<br />η [[ιδιότητα]] ή η [[κατάσταση]] του ράθυμου, [[απροθυμία]] για [[εργασία]], [[οκνηρία]], [[νωθρότητα]], [[αμέλεια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> κακή [[διάθεση]], [[στενοχώρια]], [[θλίψη]]<br /><b>2.</b> (στον τ. <i>ραθυμιά</i>) σφοδρή [[επιθυμία]], [[αραθυμιά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[έλλειψη]] σοβαρότητας, [[επιπολαιότητα]]<br /><b>2.</b> [[ευθυμία]], [[τέρψη]], [[διασκέδαση]]<br /><b>3.</b> [[απερισκεψία]] («[[ῥαθυμία]]... τοῦ λόγου», <b>Πλάτ.</b>).
}}
}}

Revision as of 18:56, 25 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥᾱθῡμία Medium diacritics: ῥαθυμία Low diacritics: ραθυμία Capitals: ΡΑΘΥΜΙΑ
Transliteration A: rhathymía Transliteration B: rhathymia Transliteration C: rathymia Beta Code: r(aqumi/a

English (LSJ)

ἡ, A easiness of temper, taking things easily, Th.2.39. 2 recreation, relaxation, amusement, E. Cyc.203, Ael.VH9.9: in pl., αἱ ῥ. καὶ αἱ ἀπονίαι καὶ αἱ ἀμέλειαι Arist. Rh.1370a14, cf. Isoc.9.42, 45, Plb.10.19.5. II mostly in bad sense, indifference, sluggishness, laziness, Lys.10.11, X.Mem.3.5.5, al., cf. D.9.5; ἐκτήσαντο ῥ. get a name for laziness, E.Med.218. 2 heedlessness, rashness, τοῦ λόγου Pl.Phd.99b. [Written ῥαθ- correctly in Phld.Rh.2.31 S., Ir.p.60 W., Hom.p.28 O., IG5(1).1208.33 (Gythium, i A.D.); Ion. ῥᾳθυμίη is dub. in Hp.Acut.47 (cf. i p. lxxviii K.); this group of words is not found in Hdt. or other Ionic texts.]

Greek Monolingual

η / ῥαθυμία, ΝΜΑ, και ραθυμία Ν, και ῥαθυμία Α ράθυμος
η ιδιότητα ή η κατάσταση του ράθυμου, απροθυμία για εργασία, οκνηρία, νωθρότητα, αμέλεια
νεοελλ.
1. κακή διάθεση, στενοχώρια, θλίψη
2. (στον τ. ραθυμιά) σφοδρή επιθυμία, αραθυμιά
αρχ.
1. η έλλειψη σοβαρότητας, επιπολαιότητα
2. ευθυμία, τέρψη, διασκέδαση
3. απερισκεψίαῥαθυμία... τοῦ λόγου», Πλάτ.).