ηχώ: Difference between revisions

From LSJ

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426
(16)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (AM ἠχώ, Α και δωρ. τ. ἀχώ)<br />η [[επανάληψη]] ήχου από [[ανάκλαση]] τών ηχητικών κυμάτων, [[αντήχηση]], [[αντίλαλος]], αντιβούισμα<br /><b>2.</b> (ως κύρ. όνομα) <i>Ηχώ</i><br />η [[προσωποποίηση]] του αντίλαλου, στους αρχαίους μυθικό [[πρόσωπο]], [[νύμφη]] τών πηγών και τών δασών<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b><br /><b>1.</b> η πιστή [[επανάληψη]] ή [[μίμηση]] τών λεχθέντων ή γραφέντων από κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> το ίδιο το [[άτομο]] που επαναλαμβάνει ή μιμείται («[[είναι]] η ηχώ της κυρίας της»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ήχος]], [[κρότος]], βοή<br /><b>2.</b> [[φωνή]], [[κραυγή]]<br /><b>3.</b> [[φήμη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>ηχή</i>].———————— <b>(II)</b><br />(AM ἠχῶ, -έω, Α και δωρ. τ. ἀχῶ)<br /><b>1.</b> [[παράγω]] ήχο, [[κροτώ]], [[βουίζω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ακούομαι, [[αντηχώ]], [[γίνομαι]] [[αντιληπτός]], [[γίνομαι]] [[αισθητός]] («[[λόγια]] [[γλυκά]]... που ηχούνε στην [[καρδιά]] σου», Λασκαρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> έχω μια ορισμένη [[απήχηση]], [[δημιουργώ]] μια ορισμένη [[εντύπωση]], [[βρίσκω]] ορισμένη [[υποδοχή]] («οι λόγοι του δεν ήχησαν καλά»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>(μτβ.)</b> [[κάνω]] [[κάτι]] να ηχήσει («τὴν κιθάραν ἤχησεν», Διγ. Ακρ.)<br /><b>αρχ.</b><br />(μέσ. με δοτ.) <i>ἠχοῡμαι τινι</i><br />[[εξυμνώ]] κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>ηχή</i>].
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (AM ἠχώ, Α και δωρ. τ. ἀχώ)<br />η [[επανάληψη]] ήχου από [[ανάκλαση]] τών ηχητικών κυμάτων, [[αντήχηση]], [[αντίλαλος]], αντιβούισμα<br /><b>2.</b> (ως κύρ. όνομα) <i>Ηχώ</i><br />η [[προσωποποίηση]] του αντίλαλου, στους αρχαίους μυθικό [[πρόσωπο]], [[νύμφη]] τών πηγών και τών δασών<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b><br /><b>1.</b> η πιστή [[επανάληψη]] ή [[μίμηση]] τών λεχθέντων ή γραφέντων από κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> το ίδιο το [[άτομο]] που επαναλαμβάνει ή μιμείται («[[είναι]] η ηχώ της κυρίας της»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ήχος]], [[κρότος]], βοή<br /><b>2.</b> [[φωνή]], [[κραυγή]]<br /><b>3.</b> [[φήμη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>ηχή</i>].<br /><b>(II)</b><br />(AM ἠχῶ, -έω, Α και δωρ. τ. ἀχῶ)<br /><b>1.</b> [[παράγω]] ήχο, [[κροτώ]], [[βουίζω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ακούομαι, [[αντηχώ]], [[γίνομαι]] [[αντιληπτός]], [[γίνομαι]] [[αισθητός]] («[[λόγια]] [[γλυκά]]... που ηχούνε στην [[καρδιά]] σου», Λασκαρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> έχω μια ορισμένη [[απήχηση]], [[δημιουργώ]] μια ορισμένη [[εντύπωση]], [[βρίσκω]] ορισμένη [[υποδοχή]] («οι λόγοι του δεν ήχησαν καλά»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>(μτβ.)</b> [[κάνω]] [[κάτι]] να ηχήσει («τὴν κιθάραν ἤχησεν», Διγ. Ακρ.)<br /><b>αρχ.</b><br />(μέσ. με δοτ.) <i>ἠχοῦμαι τινι</i><br />[[εξυμνώ]] κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>ηχή</i>].
}}
}}

Latest revision as of 16:25, 26 March 2021

Greek Monolingual

(I)
η (AM ἠχώ, Α και δωρ. τ. ἀχώ)
η επανάληψη ήχου από ανάκλαση τών ηχητικών κυμάτων, αντήχηση, αντίλαλος, αντιβούισμα
2. (ως κύρ. όνομα) Ηχώ
η προσωποποίηση του αντίλαλου, στους αρχαίους μυθικό πρόσωπο, νύμφη τών πηγών και τών δασών
νεοελλ.
μτφ.
1. η πιστή επανάληψη ή μίμηση τών λεχθέντων ή γραφέντων από κάποιον άλλο
2. το ίδιο το άτομο που επαναλαμβάνει ή μιμείται («είναι η ηχώ της κυρίας της»)
αρχ.
1. ήχος, κρότος, βοή
2. φωνή, κραυγή
3. φήμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ηχή].
(II)
(AM ἠχῶ, -έω, Α και δωρ. τ. ἀχῶ)
1. παράγω ήχο, κροτώ, βουίζω
2. μτφ. ακούομαι, αντηχώ, γίνομαι αντιληπτός, γίνομαι αισθητόςλόγια γλυκά... που ηχούνε στην καρδιά σου», Λασκαρ.)
νεοελλ.
μτφ. έχω μια ορισμένη απήχηση, δημιουργώ μια ορισμένη εντύπωση, βρίσκω ορισμένη υποδοχή («οι λόγοι του δεν ήχησαν καλά»)
μσν.-αρχ.
(μτβ.) κάνω κάτι να ηχήσει («τὴν κιθάραν ἤχησεν», Διγ. Ακρ.)
αρχ.
(μέσ. με δοτ.) ἠχοῦμαι τινι
εξυμνώ κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ηχή].