σφηνώνω: Difference between revisions
τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=σφηνῶ, -όω, ΝΜΑ [[σφήν]], -<i>ηνός</i>]<br />[[μπήγω]] [[σφήνα]], [[στερεώνω]] με [[σφήνα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[παρεμβάλλω]] [[κάτι]] [[σφιχτά]] [[μεταξύ]] άλλων<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> α) [[κλείνω]] ερμητικά («το [[παράθυρο]] σφήνωσε από την [[υγρασία]]»)<br />β) [[παθαίνω]] [[εμπλοκή]] («το [[έμβολο]] σφήνωσε και δεν βγαίνει»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δίνω]] σε [[κάτι]] [[σχήμα]] σφήνας, [[κάνω]] [[κάτι]] σφηνοειδές<br /><b>2.</b> [[φράζω]], [[βουλλώνω]] («τὰ τρήματα τῆς χύτρας σφηνοῡσι τοῖς σπόγγοις», Σχόλ. <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i> | |mltxt=σφηνῶ, -όω, ΝΜΑ [[σφήν]], -<i>ηνός</i>]<br />[[μπήγω]] [[σφήνα]], [[στερεώνω]] με [[σφήνα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[παρεμβάλλω]] [[κάτι]] [[σφιχτά]] [[μεταξύ]] άλλων<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> α) [[κλείνω]] ερμητικά («το [[παράθυρο]] σφήνωσε από την [[υγρασία]]»)<br />β) [[παθαίνω]] [[εμπλοκή]] («το [[έμβολο]] σφήνωσε και δεν βγαίνει»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δίνω]] σε [[κάτι]] [[σχήμα]] σφήνας, [[κάνω]] [[κάτι]] σφηνοειδές<br /><b>2.</b> [[φράζω]], [[βουλλώνω]] («τὰ τρήματα τῆς χύτρας σφηνοῡσι τοῖς σπόγγοις», Σχόλ. <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>σφηνοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />μπήγομαι σαν [[σφήνα]] («εἰς δὲ τούτου το [[μέσον]] ἐσφήνωτο πτερύγια [[τρία]] ξύλινα βραχέα παντελῶς», <b>Πολ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διακοσμώ]] [[κάτι]] εμπηγνύοντας στολίδια («[[κλίνη]] ἦν [[μεγάλη]], ἀπὸ χελώνης Ἰνδικής πεποιημένη, χρυσῷ ἐσφηνωμένη», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> α) [[υφίσταμαι]] [[έμφραξη]] («[[οὗτος]] κληθεὶς ἐπὶ τὸ δεῑπνον και σφηνωθείς, ἀπέθανεν», Σούδ.)<br />β) υποβάλλομαι σε βασανιστήρια («σφηνούμενοι ὑπὸ δεσποτῶν ἢ τυράννων φωνὴν ἀφῆκαν», <b>Πλούτ.</b>)<br />γ) (το ουδ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ σφηνούμενον</i><br />το [[πράγμα]] στο οποίο τίθεται [[σφήνα]], για να ανοίξει στα δύο<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «σφηνοῦμαι τὰς [[κεφαλάς]]» — [[υποφέρω]] από [[κρυολόγημα]] <b>(Κάσσ.)</b>. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:44, 26 March 2021
Greek Monolingual
σφηνῶ, -όω, ΝΜΑ σφήν, -ηνός]
μπήγω σφήνα, στερεώνω με σφήνα
νεοελλ.
1. παρεμβάλλω κάτι σφιχτά μεταξύ άλλων
2. (αμτβ.) α) κλείνω ερμητικά («το παράθυρο σφήνωσε από την υγρασία»)
β) παθαίνω εμπλοκή («το έμβολο σφήνωσε και δεν βγαίνει»)
μσν.-αρχ.
1. δίνω σε κάτι σχήμα σφήνας, κάνω κάτι σφηνοειδές
2. φράζω, βουλλώνω («τὰ τρήματα τῆς χύτρας σφηνοῡσι τοῖς σπόγγοις», Σχόλ. Αριστοφ.)
3. παθ. σφηνοῦμαι, -όομαι
μπήγομαι σαν σφήνα («εἰς δὲ τούτου το μέσον ἐσφήνωτο πτερύγια τρία ξύλινα βραχέα παντελῶς», Πολ.)
αρχ.
1. διακοσμώ κάτι εμπηγνύοντας στολίδια («κλίνη ἦν μεγάλη, ἀπὸ χελώνης Ἰνδικής πεποιημένη, χρυσῷ ἐσφηνωμένη», Λουκιαν.)
2. παθ. α) υφίσταμαι έμφραξη («οὗτος κληθεὶς ἐπὶ τὸ δεῑπνον και σφηνωθείς, ἀπέθανεν», Σούδ.)
β) υποβάλλομαι σε βασανιστήρια («σφηνούμενοι ὑπὸ δεσποτῶν ἢ τυράννων φωνὴν ἀφῆκαν», Πλούτ.)
γ) (το ουδ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ σφηνούμενον
το πράγμα στο οποίο τίθεται σφήνα, για να ανοίξει στα δύο
3. φρ. «σφηνοῦμαι τὰς κεφαλάς» — υποφέρω από κρυολόγημα (Κάσσ.).