παρθενεύω: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[παρθένος]]<br /><b>1.</b> (το ενεργ. και το μέσ.) (ως αμτβ.) (για [[γυναίκα]]) [[διάγω]] παρθενικό βίο («ὦ [[κόρη]], τί παρθενεύει δαρόν, ἐξόν σοι γάμου τυχεῑν μεγίστου;» <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[καλόγερος]] ή καλόγρια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ως μτβ.) [[ανατρέφω]] [[κορίτσι]] ως παρθένο, της [[δίνω]] σεμνή [[ανατροφή]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>παρθενεύομαι</i><br />(για [[γυναίκα]]) διακορεύομαι<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[είμαι]] [[αγνός]].
|mltxt=ΜΑ [[παρθένος]]<br /><b>1.</b> (το ενεργ. και το μέσ.) (ως αμτβ.) (για [[γυναίκα]]) [[διάγω]] παρθενικό βίο («ὦ [[κόρη]], τί παρθενεύει δαρόν, ἐξόν σοι γάμου τυχεῖν μεγίστου;» <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[καλόγερος]] ή καλόγρια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ως μτβ.) [[ανατρέφω]] [[κορίτσι]] ως παρθένο, της [[δίνω]] σεμνή [[ανατροφή]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>παρθενεύομαι</i><br />(για [[γυναίκα]]) διακορεύομαι<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[είμαι]] [[αγνός]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 20:20, 26 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρθενεύω Medium diacritics: παρθενεύω Low diacritics: παρθενεύω Capitals: ΠΑΡΘΕΝΕΥΩ
Transliteration A: partheneúō Transliteration B: partheneuō Transliteration C: partheneyo Beta Code: parqeneu/w

English (LSJ)

A bring up as a maid, π. παῖδας ἐν δόμοις καλῶς E.Supp.452, cf. Luc.DMar.12.1, etc.:—Pass., lead a maiden life, Hdt.3.124, A.Pr.648, E.Ph.1637 ; πολιὰ (neut. pl.) παρθενεύεται grows grey in maidenhood, Id.Hel.283. 2 intr. in Act., = Pass., Hld.7.8.

German (Pape)

[Seite 521] (παρθένος), a) activ., wie eine Jungfrau behandeln, halten; Eur. Suppl. 452; Luc. Tim. 17. – Auch intrans., wie das med., bei Sp. – b) παρθενεύομαι, jungfräulich leben, unschuldig sein; Aesch. Prom. 648; Eur. Hel. 290; Her. 3, 124 u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

παρθενεύω: (παρθένος) ἀνατρέφω ὡς παρθένον, παρθενεύειν παῖδας ἐν δόμοις καλῶς Εὐρ. Ἱκέτ. 452˙ ὁ Ἀκρίσιος ὁ πατὴρ αὐτῆς (δηλ. τῆς Δανάης) καλλίστην οὖσαν ἐπαρθένευεν εἰς χαλκοῦν τινα θάλαμον ἐμβαλὼν Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 12. 1, κτλ. - Παθ., διάγω βίον παρθενικόν, διαμένω παρθένος, Ἡρόδ. 3. 124, Αἰσχύλ. Πρ. 648, Εὐρ. Φοίν. 1637˙ πολιὰ (οὐδέτ. πληθ.) παρθενεύεται, ἔγινε πολιὰ ἡ κόμη αὐτῆς ἐν παρθενίᾳ, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 283. 2) ἀμετάβ. ἐν τῷ ἐνεργ., = τῷ παθ., Ἡλιόδ. 7. 8, κτλ. 5) =διαπαρθενεύομαι, παρθενεύεται ὑπὸ Διονύσου, περὶ τῆς Ἀριάδνης, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 997.

French (Bailly abrégé)

conserver vierge, traiter comme étant vierge, acc.;
Moy. παρθενεύομαι vivre vierge, garder sa virginité, être pur comme une vierge.
Étymologie: παρθένος.

Greek Monolingual

ΜΑ παρθένος
1. (το ενεργ. και το μέσ.) (ως αμτβ.) (για γυναίκα) διάγω παρθενικό βίο («ὦ κόρη, τί παρθενεύει δαρόν, ἐξόν σοι γάμου τυχεῖν μεγίστου;» Αισχύλ.)
2. είμαι καλόγερος ή καλόγρια
αρχ.
1. (ως μτβ.) ανατρέφω κορίτσι ως παρθένο, της δίνω σεμνή ανατροφή
2. παθ. παρθενεύομαι
(για γυναίκα) διακορεύομαι
3. μτφ. είμαι αγνός.

Greek Monotonic

παρθενεύω: μέλ. -σω (παρθένος), ανατρέφω ως παρθένα, σε Ευρ. — Παθ., διάγω βίο παρθενικό, παραμένω παρθένα, σε Ηρόδ., Αισχύλ.· πολιὰ (ουδ. πληθ.) παρθενεύεται, έγιναν γκρίζα τα μαλλιά της ενώ βρισκόταν σε παρθενία, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

παρθενεύω:
1) воспитывать в девственной чистоте (παῖδας Eur.);
2) med. сохранять девственную чистоту Her., Aesch., Eur.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρθενεύω [παρθένος] act. (meisjes) grootbrengen:. παρθενεύειν παῖδας ἐν δόμοις καλῶς de meisjes in huis op goede wijze grootbrengen Eur. Suppl. 452. med.-pass. ongehuwd zijn:. τί παρθενεύῃ δαρόν; waarom blijf je zo lang ongehuwd? Aeschl. PV 648.

Middle Liddell

fut. σω παρθένος
to bring up as a maid, Eur.:—Pass. to lead a maiden life, remain a maid, Hdt., Aesch.; πολιὰ (neut. pl.) παρθενεύεται grows gray in maidenhood, Eur.