προδιέρχομαι: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] σχετικά με την [[κίνηση]] τών εντέρων) [[περνώ]] διά μέσου από [[πριν]]<br /><b>2.</b> [[διηγούμαι]] [[κάτι]] [[προηγουμένως]] («ὃν δὲ τρόπον γέγραπται, προδιελθεῑν ὑμῑν [[βούλομαι]]», Αισχίν.)<br /><b>3.</b> (για χρόνο) [[προηγούμαι]] («τῷ προδιεληλυθότι ἔτει», πάπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[διέρχομαι]] «[[περνώ]], [[διηγούμαι]] με λεπτομέρειες»].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] σχετικά με την [[κίνηση]] τών εντέρων) [[περνώ]] διά μέσου από [[πριν]]<br /><b>2.</b> [[διηγούμαι]] [[κάτι]] [[προηγουμένως]] («ὃν δὲ τρόπον γέγραπται, προδιελθεῖν ὑμῑν [[βούλομαι]]», Αισχίν.)<br /><b>3.</b> (για χρόνο) [[προηγούμαι]] («τῷ προδιεληλυθότι ἔτει», πάπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[διέρχομαι]] «[[περνώ]], [[διηγούμαι]] με λεπτομέρειες»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 20:25, 26 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προδιέρχομαι Medium diacritics: προδιέρχομαι Low diacritics: προδιέρχομαι Capitals: ΠΡΟΔΙΕΡΧΟΜΑΙ
Transliteration A: prodiérchomai Transliteration B: prodierchomai Transliteration C: prodierchomai Beta Code: prodie/rxomai

English (LSJ)

A go through before, of motions of the bowels, Hp. Acut.67, cf. Coac.64; Νέστορος προδιελήλυθεν ἀρετὴ τῶν Ἑλλήνων τὰς ἀκοάς X.Cyn.1.7. II go through or narrate before, ὃν τρόπον γέγραπται Aeschin.2.67; τι D.S.1.9; αἰτίαν J.AJ4.2.1; περί τινος D.S.3.11; ὡς… J.AJ12.3.3. III of time, precede, τῷ προδιεληλυθότι ἔτει the year before last, POxy.1706.15 (iii A.D.); τῷ προδιελθόντι ἔτει PSI4.295.7(iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 716] (s. ἔρχομαι), vorher durchgehen, Xen. Cyn. 1, 47.

Greek (Liddell-Scott)

προδιέρχομαι: διέρχομαι ἢ διεισδύω πρότερον, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 395, πρβλ. 78F, 170F κτλ.· Νέστορος προδιελήλυθεν ἀρετὴ τῶν Ἑλλήνων τὰς ἀκοὰς Ξεν. Κυν. 1, 7. ΙΙ. διέρχομαι ἢ διηγοῦμαι πρότερον, τι Διόδ. 1. 9· περί τινος 3. 11, κ. ἄλλ.

French (Bailly abrégé)

ao.2 προδιῆλθον, etc.
parcourir ou traverser auparavant, acc..
Étymologie: πρό, διέρχομαι.

Greek Monolingual

Α
1. (κυρίως σχετικά με την κίνηση τών εντέρων) περνώ διά μέσου από πριν
2. διηγούμαι κάτι προηγουμένως («ὃν δὲ τρόπον γέγραπται, προδιελθεῖν ὑμῑν βούλομαι», Αισχίν.)
3. (για χρόνο) προηγούμαι («τῷ προδιεληλυθότι ἔτει», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + διέρχομαι «περνώ, διηγούμαι με λεπτομέρειες»].

Greek Monotonic

προδιέρχομαι: αποθ., διέρχομαι εκ των προτέρων, περνώ διαμέσω από πριν, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

προδιέρχομαι:
1) ранее (уже) проходить или проникать (τὰς ἀκοάς τινος Xen.);
2) обстоятельно излагать (τι и περί τινος Diod.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-διέρχομαι van tevoren helemaal door... heen gaan; spec. van ontlasting:. Hp.

Middle Liddell

Dep. to go through before, Xen.