παρακρατώ: Difference between revisions
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
m (Text replacement - "οῡντα" to "οῦντα") |
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=παρακρατῶ, -έω, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αποθηκεύω]] [[μέρος]] του προϊόντος ενός παραγωγού προκειμένου να ρυθμίσω την [[τιμή]] του στην [[αγορά]] ή για να το χρησιμοποιήσω σε περιόδους έλλειψης<br /><b>2.</b> (για [[κατάσταση]]) διατηρούμαι περισσότερο από το κανονικό, παρατείνομαι («η [[απεργία]] παρακράτησε»)<br /><b>3.</b> (στον <b>Ερωτόκρ.</b>) [[υποστηρίζω]], [[βοηθώ]] κάποιον συνοδεύοντας τον («παρακρατεί τ' η Νένα της, στολίζεται κι [[εκείνη]]», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κρατώ]] [[πίσω]] [[κρατώ]] σε [[εφεδρεία]] («αἰδούμενος ἔτι νοσοῦντα τὸν στρατηγὸν σφῶν | |mltxt=παρακρατῶ, -έω, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αποθηκεύω]] [[μέρος]] του προϊόντος ενός παραγωγού προκειμένου να ρυθμίσω την [[τιμή]] του στην [[αγορά]] ή για να το χρησιμοποιήσω σε περιόδους έλλειψης<br /><b>2.</b> (για [[κατάσταση]]) διατηρούμαι περισσότερο από το κανονικό, παρατείνομαι («η [[απεργία]] παρακράτησε»)<br /><b>3.</b> (στον <b>Ερωτόκρ.</b>) [[υποστηρίζω]], [[βοηθώ]] κάποιον συνοδεύοντας τον («παρακρατεί τ' η Νένα της, στολίζεται κι [[εκείνη]]», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κρατώ]] [[πίσω]] [[κρατώ]] σε [[εφεδρεία]] («αἰδούμενος ἔτι νοσοῦντα τὸν στρατηγὸν σφῶν παρακρατεῖν», <b>Αππ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εμποδίζω]], [[κωλύω]]<br /><b>3.</b> [[συγκρατώ]]<br /><b>4.</b> [[πιέζω]], [[συνθλίβω]]<br /><b>5.</b> [[κρατώ]] [[κοντά]] ή [[εμπρός]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:40, 27 March 2021
Greek Monolingual
παρακρατῶ, -έω, ΝΑ
νεοελλ.
1. αποθηκεύω μέρος του προϊόντος ενός παραγωγού προκειμένου να ρυθμίσω την τιμή του στην αγορά ή για να το χρησιμοποιήσω σε περιόδους έλλειψης
2. (για κατάσταση) διατηρούμαι περισσότερο από το κανονικό, παρατείνομαι («η απεργία παρακράτησε»)
3. (στον Ερωτόκρ.) υποστηρίζω, βοηθώ κάποιον συνοδεύοντας τον («παρακρατεί τ' η Νένα της, στολίζεται κι εκείνη», Ερωτόκρ.)
αρχ.
1. κρατώ πίσω κρατώ σε εφεδρεία («αἰδούμενος ἔτι νοσοῦντα τὸν στρατηγὸν σφῶν παρακρατεῖν», Αππ.)
2. εμποδίζω, κωλύω
3. συγκρατώ
4. πιέζω, συνθλίβω
5. κρατώ κοντά ή εμπρός.