κείτομαι: Difference between revisions

From LSJ

χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → when a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him | when good men are being dragged down, anyone with worthy credentials must feel their pain | when the noble are afflicted, those who all their lives have been deemed loyal must mourn

Source
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[κοίτομαι]] (Μ [[κείτομαι]] και κείτουμαι και κείθομαι και [[κοίτομαι]])<br /><b>1.</b> βρίσκομαι [[κάπου]] πλαγιασμένος, ξαπλωμένος, [[κείμαι]]<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[νεκρός]], [[είμαι]] θαμμένος<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[είμαι]] [[άρρωστος]], [[είμαι]] [[παράλυτος]] («κείτεται από 30 χρονών»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κοιμάμαι]] («τὰ μεσημέρια κείτεστε», Ριμάδ. κόρ.)<br /><b>2.</b> βρίσκομαι («τὰ φουσσάτα,... τὰ κούρση,... εἰς τὰς χώρας μου κείτονται», Αχιλλ.)<br /><b>3.</b> [[ανήκω]] («... τὰ πλούτη, ὅλα εἰς ἐκεῑνον κείτουνται», Διήγ. Βελ.)<br /><b>4.</b> βρίσκομαι στην [[εξουσία]] κάποιου («κείθεται τὸ κορμίν του εἰς τὴν ἐλεημοσύνην τοῦ Θεοῡ», Ασσίζ.)<br /><b>5.</b> [[είμαι]] υποχρεωμένος (από τον νόμο), [[οφείλω]] να... («ἐκεῑνος ὁποὺ ἔφερεν τοὺς ἀδίκους [[μάρτυρας]] κείθεται νὰ δώση τοιοῡτον δικαίωμαν τοῦ αὐθέντη..., Ασσίζ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κεῖμαι]], πιθ. αναλογικά [[προς]] το <i>θέ</i>-<i>τω</i>, <i>θέ</i>-<i>τομαι</i>. Η [[γραφή]] [[κοίτομαι]] οφείλεται πιθ. σε παρετυμολογική [[σύνδεση]] με το [[κοίτη]] «[[κρεβάτι]]». Ο [[διαλεκτικός]] τ. <i>κείθομαι</i> [[είναι]] [[προφανώς]] [[προϊόν]] συμφυρμού τών [[κείτομαι]] και [[θέτω]]].
|mltxt=και [[κοίτομαι]] (Μ [[κείτομαι]] και κείτουμαι και κείθομαι και [[κοίτομαι]])<br /><b>1.</b> βρίσκομαι [[κάπου]] πλαγιασμένος, ξαπλωμένος, [[κείμαι]]<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[νεκρός]], [[είμαι]] θαμμένος<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[είμαι]] [[άρρωστος]], [[είμαι]] [[παράλυτος]] («κείτεται από 30 χρονών»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κοιμάμαι]] («τὰ μεσημέρια κείτεστε», Ριμάδ. κόρ.)<br /><b>2.</b> βρίσκομαι («τὰ φουσσάτα,... τὰ κούρση,... εἰς τὰς χώρας μου κείτονται», Αχιλλ.)<br /><b>3.</b> [[ανήκω]] («... τὰ πλούτη, ὅλα εἰς ἐκεῖνον κείτουνται», Διήγ. Βελ.)<br /><b>4.</b> βρίσκομαι στην [[εξουσία]] κάποιου («κείθεται τὸ κορμίν του εἰς τὴν ἐλεημοσύνην τοῦ Θεοῡ», Ασσίζ.)<br /><b>5.</b> [[είμαι]] υποχρεωμένος (από τον νόμο), [[οφείλω]] να... («ἐκεῖνος ὁποὺ ἔφερεν τοὺς ἀδίκους [[μάρτυρας]] κείθεται νὰ δώση τοιοῡτον δικαίωμαν τοῦ αὐθέντη..., Ασσίζ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κεῖμαι]], πιθ. αναλογικά [[προς]] το <i>θέ</i>-<i>τω</i>, <i>θέ</i>-<i>τομαι</i>. Η [[γραφή]] [[κοίτομαι]] οφείλεται πιθ. σε παρετυμολογική [[σύνδεση]] με το [[κοίτη]] «[[κρεβάτι]]». Ο [[διαλεκτικός]] τ. <i>κείθομαι</i> [[είναι]] [[προφανώς]] [[προϊόν]] συμφυρμού τών [[κείτομαι]] και [[θέτω]]].
}}
}}

Revision as of 08:40, 27 March 2021

Greek Monolingual

και κοίτομαικείτομαι και κείτουμαι και κείθομαι και κοίτομαι)
1. βρίσκομαι κάπου πλαγιασμένος, ξαπλωμένος, κείμαι
2. είμαι νεκρός, είμαι θαμμένος
νεοελλ.
είμαι άρρωστος, είμαι παράλυτος («κείτεται από 30 χρονών»)
μσν.
1. κοιμάμαι («τὰ μεσημέρια κείτεστε», Ριμάδ. κόρ.)
2. βρίσκομαι («τὰ φουσσάτα,... τὰ κούρση,... εἰς τὰς χώρας μου κείτονται», Αχιλλ.)
3. ανήκω («... τὰ πλούτη, ὅλα εἰς ἐκεῖνον κείτουνται», Διήγ. Βελ.)
4. βρίσκομαι στην εξουσία κάποιου («κείθεται τὸ κορμίν του εἰς τὴν ἐλεημοσύνην τοῦ Θεοῡ», Ασσίζ.)
5. είμαι υποχρεωμένος (από τον νόμο), οφείλω να... («ἐκεῖνος ὁποὺ ἔφερεν τοὺς ἀδίκους μάρτυρας κείθεται νὰ δώση τοιοῡτον δικαίωμαν τοῦ αὐθέντη..., Ασσίζ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεῖμαι, πιθ. αναλογικά προς το θέ-τω, θέ-τομαι. Η γραφή κοίτομαι οφείλεται πιθ. σε παρετυμολογική σύνδεση με το κοίτη «κρεβάτι». Ο διαλεκτικός τ. κείθομαι είναι προφανώς προϊόν συμφυρμού τών κείτομαι και θέτω].