κίνυγμα: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
mNo edit summary
m (Text replacement - "νῡν " to "νῦν ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κίνυγμα]], τὸ (Α) [[κινύσσομαι]]<br />[[καθετί]] που [[είναι]] [[μετέωρο]], που αιωρείται [[πέρα]] [[δώθε]] («νῡν δ' αἰθέριον κίνυγμ' ὁ [[τάλας]] ἐχθροῑς ἐπίχαρτα [[πέπονθα]]», <b>Αισχύλ.</b>).
|mltxt=[[κίνυγμα]], τὸ (Α) [[κινύσσομαι]]<br />[[καθετί]] που [[είναι]] [[μετέωρο]], που αιωρείται [[πέρα]] [[δώθε]] («νῦν δ' αἰθέριον κίνυγμ' ὁ [[τάλας]] ἐχθροῑς ἐπίχαρτα [[πέπονθα]]», <b>Αισχύλ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 09:08, 27 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῑ́νυγμα Medium diacritics: κίνυγμα Low diacritics: κίνυγμα Capitals: ΚΙΝΥΓΜΑ
Transliteration A: kínygma Transliteration B: kinygma Transliteration C: kinygma Beta Code: ki/nugma

English (LSJ)

[ῑ], ατος, τό, (κινύσσομαι) A anything moved about, αἰθέριον κ. a sport for the winds of heaven, A.Pr.158 (anap.): misspelt κήνυγμα, Hsch., Phot.

German (Pape)

[Seite 1441] τό, ein beweglicher, schwebender, schwankender Körper; νῦν δ' αἰθέριον κίνυγμ' ὁ τάλας ἐχθροῖς ἐπίχαρτα πέπονθα, sagt Prometheus von sich, Aesch. Prom. 157, als er an den Fellen geheftet zwischen Himmel u. Erde gleichsam in der Luft schwebt; die Alten erkl. εἴδωλον ἀέριον; v. l. κήνυγμα. Vgl. κινύσσομαι.

Greek (Liddell-Scott)

κίνυγμα: ῑ, τό, (κινύσσομαι) πρᾶγμα κινούμενον τῇδε κἀκεῖσε, αἰθέριον κ., ὑπὸ τῶν ἀνέμων περιαγόμενον καὶ περιφερόμενον, Αἰσχύλ. Πρ. 157· πρβλ. αἰώρημα. ― κήνυγμα, κηνύσσεσθαι εἶναι ἁπλῶς σφάλματα παρ’ Ἡσυχ. καὶ Φωτ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
corps suspendu et en mouvement.
Étymologie: κινύσσω.

Greek Monolingual

κίνυγμα, τὸ (Α) κινύσσομαι
καθετί που είναι μετέωρο, που αιωρείται πέρα δώθε («νῦν δ' αἰθέριον κίνυγμ' ὁ τάλας ἐχθροῑς ἐπίχαρτα πέπονθα», Αισχύλ.).

Greek Monotonic

κίνυγμα: [ῑ], -ατος, τό (κινύσσομαι), οτιδήποτε τριγυρίζει, αἰθέριον κ., λέγεται για τους ανέμους του ουρανού, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

κίνυγμα: ατος (ῑ) τό колеблемая вещь, раскачиваемое тело; αἰθέριον κ. Aesch. игралище ветров (о прикованном к скале Прометее).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κίνυγμα -τος, τό [κινύσσομαι] wat beweegt of bewogen wordt:. αἰθέριον κίνυγμ ’ speelbal van de wind Aeschl. PV 158.

Middle Liddell

κῑ́νυγμα, ατος, τό, κινύσσομαι
anything moved about, αἰθέριον κ. a sport for the winds of heaven, Aesch.