ἀκαλήφη: Difference between revisions
καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)
m (Text replacement - "οῦν " to "οῦν") |
m (Text replacement - "οῦνκ" to "οῦν κ") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[ἀκαλήφη]] και ἀκαλύφη), αγαλήπα, -η, (α)κάληφας, ο<br /><b>1.</b> η [[μέδουσα]] των Σκυμοζώων.<br /><b>2.</b> <b>Βοτ.</b> <b>βλ.</b> [[ακαλύφη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κνίδη]], [[τσουκνίδα]]<br /> | |mltxt=η (Α [[ἀκαλήφη]] και ἀκαλύφη), αγαλήπα, -η, (α)κάληφας, ο<br /><b>1.</b> η [[μέδουσα]] των Σκυμοζώων.<br /><b>2.</b> <b>Βοτ.</b> <b>βλ.</b> [[ακαλύφη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κνίδη]], [[τσουκνίδα]]<br />«ποιοῦν κνισμὸν τοῖς συνάγουσι» (<b>Αριστοτ.</b> Ζώων Ιστ. 531 Α 31), «[[ἀκαλήφη]] ἀττικῶς, [[κνίδη]] ἐλληνικῶς» (Μοίρις)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> η [[σκληράδα]], η [[τραχύτητα]]<br />«ἀπὸ τῆς ὀργῆς τὴν ἀκαλήφην ἀφελέσθαι» (<b>Αριστοφ.</b> Σφήκες, 884).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αγνωστης ετυμολ., φανερή [[είναι]] μόνο η [[επίδραση]] (μορφολογική, σημασιολογική) λέξεων παραγώγων της ρίζας <i>ἀκ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> λ.χ. [[ἄκανθα]]), ενώ η [[άποψη]] ότι πρόκειται για [[δάνειο]] σημιτικής προελεύσεως φαίνεται αναπόδεικτη. Βλ. και [[λήμμα]] <i>ακ</i>-]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 15:20, 27 March 2021
English (LSJ)
(A ἀκαλύφη Thphr.HP7.7.2 codd.), ἡ, stinging-nettle, Dsc.4.93, etc.: metaph., ἀπὸ τῆς ὀργῆς τὴν ἀ. ἀφελέσθαι Ar.V.884, cf. Anon. ap. Chrysipp.Stoic.3.178. II sea-anemone, so called from its stinging properties, Eup.60, Pherecr.24, Ar.Lys.549 (cf. Sch.), Arist.HA531a31, 588b20, Plu.2.670d.
German (Pape)
[Seite 67] ἡ, 1) Nessel (οὐ καλὴν ἁφὴν ἔχουσα), Ar. Eq. 420; vgl. bei Ath. II, 62 e; komisch Ar. Vesp. 884 τῆς ὀργῆς τήν ἀκ. ἀφελέσθαι, die Brennessel des Zorns; Lys. 549 μητριδίων ἀκαληφῶν, von alten Frauen, Schol. δριμυτάτων. Vgl. κνίδη. – 2) eine Meerqualle (ascidia, Linn.), Arist. H. A. 4, 6; Athen. III, 90 b, wo Philippd. com. ὄστρει', ἀκαλήφας καὶ λεπάδας παρέθηκέ μοι vrbdt. Hieher läßt sich auch Ar. Lys. 549, wegen des dabeistehenden τήθεα, ziehen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκᾰλήφη: ἡ, κνίδη, τσουκνίδα, Λατ. urtica, Ἀριστοφ. Λυσ. 549, κτλ.: μεταφ., ἀπὸ τῆς ὀργῆς τὴν ἀκ. ἀφελέσθαι, ὁ αὐτ. Σφῆκ. 884. ΙΙ. εἶδος θαλασσίου μαλακίου, τὸ ὁποῖον ἐν τῇ ἐπαφῇ προξενεῖ δριμὺν κνησμὸν ὡς ἡ κνίδη, urtica marina, ἐκ τοῦ εἴδους τῶν ἀκτινωτῶν, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 4. 6, 6., 8. 1, 7, καὶ ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 ortie, plante ; fig. piquant, aiguillon;
2 ortie de mer (ascidia L.), poisson.
Étymologie: DELG étym. inconnue.
Spanish (DGE)
(ἀκᾰλήφη) -ης, ἡ
• Alolema(s): ἀκαλύφη Thphr.HP 7.7.2.
• Prosodia: [ᾰ-]
1 bot. ortiga mayor, Urtica dioica L., Hp.Morb.3.15, Pherecr.29, Ar.V.884, Lys.549, Fr.572, Anon. en Chrysipp.Stoic.3.178, Eup.68, Dsc.4.93.
2 bot. ortiga menor, Urtica urens L., Dsc.4.93.
3 zool. anémona de mar, actinia Arist.HA 487b12, 531a31, Plu.2.670d, Alciphr.1.2.2.
• Etimología: Etim. desc.
Greek Monolingual
η (Α ἀκαλήφη και ἀκαλύφη), αγαλήπα, -η, (α)κάληφας, ο
1. η μέδουσα των Σκυμοζώων.
2. Βοτ. βλ. ακαλύφη
αρχ.
1. κνίδη, τσουκνίδα
«ποιοῦν κνισμὸν τοῖς συνάγουσι» (Αριστοτ. Ζώων Ιστ. 531 Α 31), «ἀκαλήφη ἀττικῶς, κνίδη ἐλληνικῶς» (Μοίρις)
2. μτφ. η σκληράδα, η τραχύτητα
«ἀπὸ τῆς ὀργῆς τὴν ἀκαλήφην ἀφελέσθαι» (Αριστοφ. Σφήκες, 884).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αγνωστης ετυμολ., φανερή είναι μόνο η επίδραση (μορφολογική, σημασιολογική) λέξεων παραγώγων της ρίζας ἀκ- (πρβλ. λ.χ. ἄκανθα), ενώ η άποψη ότι πρόκειται για δάνειο σημιτικής προελεύσεως φαίνεται αναπόδεικτη. Βλ. και λήμμα ακ-].
Greek Monotonic
ἀκᾰλήφη: ἡ, τσουκνίδα, Λατ. urtῑca, σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
ἀκαλήφη: ἡ
1) крапива Arph.;
2) зоол. акалефа, медуза Arst.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: stinging-nettle, sea-anemone (Eup.),
Other forms: Thphr. HP 7, 7, 2 has ἀκαλύφη.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Unknown. There is no reason to suppose influence of ἄκανθα etc. Semitic etymology by Lewy Fremdwörter 50. For the bh-Suffix in names of trees and plants see SpechtUrsprung 267. Cf. Thompson Fishes s. v. The variation could point to a Pre-Greek word.
Middle Liddell
[Deriv. unknown.]
a nettle, Lat. urtica, Ar.
Frisk Etymology German
ἀκαλήφη: {akalḗphē}
Forms: bei Thphr. HP 7, 7, 2 ἀκαλύφη.
Meaning: ‘See-Anemone, Brennessel’ (alte Kom., Arist., Dsk. usw.),
Etymology : Vielleicht unter Einfluß von ἄκανθα und anderen Wörtern mit ἀκ- umgebildet; Ursprung sonst unbekannt. Semitische Etymologie bei Lewy Fremdwörter 50. Beispiele von bh-Suffix in Baum- und Pflanzennamen bei Specht Ursprung 267. Vgl. Thompson Fishes s. v. — Nicht überzeugend Grošelj Živa Ant. 2, 205.
Page 1,50