συλλήπτωρ: Difference between revisions
Γυναικὶ δ' ἄρχειν οὐ δίδωσιν ἡ φύσις → Natura quippe feminae imperium negat → Der Frau jedoch versagt zu herrschen die Natur
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "ἡμῑν" to "ἡμῖν") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ό, θηλ. [[συλλήπτρια]], ΜΑ, θηλ. και [[συλλήπτειρα]], Μ<br />[[βοηθός]], [[αρωγός]] (α. «ἀγαθὴ [[συλλήπτρια]] τῶν ἐν [[εἰρήνη]] πόνων», <b>Ξεν.</b><br />β. «σὺ δ' | |mltxt=ό, θηλ. [[συλλήπτρια]], ΜΑ, θηλ. και [[συλλήπτειρα]], Μ<br />[[βοηθός]], [[αρωγός]] (α. «ἀγαθὴ [[συλλήπτρια]] τῶν ἐν [[εἰρήνη]] πόνων», <b>Ξεν.</b><br />β. «σὺ δ' ἡμῖν τοῡδε [[συλλήπτωρ]] γενοῡ», <b>Ευρ.</b><br />γ. «[[πατρόθεν]] δὲ [[συλλήπτωρ]] γένοιτ' ἄν [[ἀλάστωρ]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συλλαμβάνω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τωρ</i> / -<i>τρια</i> / -<i>τειρα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>παραλήπ</i>-<i>τωρ</i>)]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 22:55, 27 March 2021
English (LSJ)
ορος, ὁ, A accomplice, assistant, A.Ag.1507; τινος in a thing, E.Or.1230, Antipho 3.3.10, X.Mem.2.2.12, Pl.Smp.218d, etc.
German (Pape)
[Seite 976] ορος, ὁ, = συλληπτήρ, Helfer; Aesch. Ag. 1488; πόνου, Eur. I. T. 95, vgl. Or. 1230; auch in Prosa: Plat. Phaed. 82 e Conv. 218 d; Antiph. 3 γ 10. Xen. Mem. 2, 2, 12.
Greek (Liddell-Scott)
συλλήπτωρ: -ορος, ὁ, βοηθός, συνεργός, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1506· τινός, εἴς τι πρᾶγμα, Εὐρ. Ὀρ. 1229, Ἀντιφῶν 123. 35, Πλάτ. Συμπ. 218D, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ) :
qui aide ou protège, auxiliaire.
Étymologie: συλλαμβάνω.
Greek Monolingual
ό, θηλ. συλλήπτρια, ΜΑ, θηλ. και συλλήπτειρα, Μ
βοηθός, αρωγός (α. «ἀγαθὴ συλλήπτρια τῶν ἐν εἰρήνη πόνων», Ξεν.
β. «σὺ δ' ἡμῖν τοῡδε συλλήπτωρ γενοῡ», Ευρ.
γ. «πατρόθεν δὲ συλλήπτωρ γένοιτ' ἄν ἀλάστωρ», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συλλαμβάνω + επίθημα -τωρ / -τρια / -τειρα (πρβλ. παραλήπ-τωρ)].
Greek Monotonic
συλλήπτωρ: -ορος, ὁ, συνεργάτης, συνεργός, βοηθός, σε Αισχύλ.· τινός, σε κάτι, σε Ευρ. κ.λπ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συλλήπτωρ -ορος, ὁ [συλλαμβάνω] helper, medewerker; met gen. met of in iets.
Russian (Dvoretsky)
συλλήπτωρ: ορος ὁ помощник Aesch.: σ. τινί Plat. и τινός Eur. помощник в чем-л.
Middle Liddell
συλλήπτωρ, ορος, ὁ,
a partner, accomplice, assistant, Aesch.; τινός in a thing, Eur., etc.