θαλασσεύω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valoreven at the risk of death

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "οῡτο" to "οῦτο")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θαλασσεύω]] (AM) (Α αττ. τ. [[θαλαττεύω]]) [[θαλασσεύς]]<br />βρίσκομαι στη [[θάλασσα]] («[[νῆες]]... τοσοῡτον χρόνον ήδη θαλασσεύουσαι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ταξιδεύω]] διά θαλάσσης<br /><b>2.</b> καλύπτομαι από το θαλάσσιο [[νερό]] («τά θαλαττεύοντα της νεὼς μέρη», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[χρησιμοποιώ]] ναυτικές εκφράσεις.
|mltxt=[[θαλασσεύω]] (AM) (Α αττ. τ. [[θαλαττεύω]]) [[θαλασσεύς]]<br />βρίσκομαι στη [[θάλασσα]] («[[νῆες]]... τοσοῦτον χρόνον ήδη θαλασσεύουσαι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ταξιδεύω]] διά θαλάσσης<br /><b>2.</b> καλύπτομαι από το θαλάσσιο [[νερό]] («τά θαλαττεύοντα της νεὼς μέρη», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[χρησιμοποιώ]] ναυτικές εκφράσεις.
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 12:12, 28 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θᾰλασσεύω Medium diacritics: θαλασσεύω Low diacritics: θαλασσεύω Capitals: ΘΑΛΑΣΣΕΥΩ
Transliteration A: thalasseúō Transliteration B: thalasseuō Transliteration C: thalasseyo Beta Code: qalasseu/w

English (LSJ)

A to be at sea, νῆες τοσοῦτον χρόνον ἤδη θαλασσεύουσαι Th.7.12, cf. App.BC1.62; τὰ θαλαττεύοντα τῆς νεὼς μέρη the parts under water, Plu.Luc.3. 2 use nautical expressions, Heraclit.All.5.

German (Pape)

[Seite 1182] sich auf dem Meere aufhalten, im Meere sein; νῆες τοσοῦτον χρόνον ἤδη θαλασσεύουσαι Thuc. 7, 12; Sp.; über das Meer fahren, App. B. C. 1, 62; τὰ θαλαττεύοντα τῆς νεὼς μέρη, die im Wasser befindlichen Theile des Schiffes, Plut. Luc. 3.

Greek (Liddell-Scott)

θᾰλασσεύω: εἶμαι ἐν τῇ θαλάσσῃ, ταξειδεύω, νῆες τοσοῦτον χρόνον θαλασσεύουσαι Θουκ. 7. 12· πλέω διὰ θαλάσσης, Ἀππ. Ἐμφύλ. 1. 62· τὰ θαλαττεύοντα τῆς νεὼς μέρη, τὰ ὑπὸ τὸ ὕδωρ, Πλούτ. Λουκούλλ. 3.

French (Bailly abrégé)

1 tenir la mer en parl. de navires;
2 être dans la mer.
Étymologie: θάλασσα.

Greek Monolingual

θαλασσεύω (AM) (Α αττ. τ. θαλαττεύω) θαλασσεύς
βρίσκομαι στη θάλασσανῆες... τοσοῦτον χρόνον ήδη θαλασσεύουσαι», Θουκ.)
αρχ.
1. ταξιδεύω διά θαλάσσης
2. καλύπτομαι από το θαλάσσιο νερό («τά θαλαττεύοντα της νεὼς μέρη», Πλούτ.)
3. χρησιμοποιώ ναυτικές εκφράσεις.

Greek Monotonic

θᾰλασσεύω: βρίσκομαι στη θάλασσα, ταξιδεύω, σε Θουκ.· τὰ θαλαττεύοντα τῆς νεώς μέρη, τα υποθαλάσσια τμήματα, αυτά που βρίσκονται κάτω από το νερό, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

θᾰλασσεύω: атт. θᾰλαττεύω
1) находиться в море, быть в плавании (αἱ νῆες τοσοῦτον χρόνον ἤδη θαλασσεύουσαι Thuc.);
2) находиться под водой: τὰ θαλαττεύοντα τῆς νεὼς μέρη Plut. подводные части судна.

Middle Liddell

θᾰλασσεύω,
to be at sea, keep the sea, Thuc.; τὰ θαλαττεύοντα τῆς νεὼς μέρη the parts under water, Plut.