παρατηρώ: Difference between revisions
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
m (Text replacement - "αῑοι" to "αῖοι") |
m (Text replacement - "εῑσθαι" to "εῖσθαι") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=παρατηρῶ, -έω, ΝΜΑ [[τηρώ]]<br /><b>1.</b> [[παρακολουθώ]] κάποιον ή [[κάτι]] με το [[βλέμμα]] και με [[προσοχή]], [[εξετάζω]] («[[παρατηρώ]] τις ηλιακές κηλίδες με το [[τηλεσκόπιο]]»)<br /><b>2.</b> έχω [[συνεχώς]] στραμμένη την [[προσοχή]] μου σε [[κάτι]], [[προσέχω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[στρέφω]] το [[βλέμμα]] μου, [[κοιτάζω]]<br /><b>2.</b> [[διακρίνω]], [[αντιλαμβάνομαι]] («[[παρατηρώ]] [[μεγάλη]] [[βελτίωση]] στην [[κατάσταση]] του αρρώστου»)<br /><b>2.</b> (το παθ. [[ιδίως]] ως τριτοπρόσ.) <i>παρατηρείται</i><br />γίνεται αντιληπτό, αισθητό, εμφανίζεται, παρουσιάζεται, σημειώνεται («παρατηρείται [[μεγάλη]] [[έκλυση]] τών ηθών»)<br /><b>3.</b> [[ελέγχω]], [[επιπλήττω]], [[επικρίνω]], [[κάνω]] παρατηρήσεις («τον παρατήρησα, [[επειδή]] ήταν [[απρόσεκτος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εποπτεύω]], [[εφορεύω]], [[παρακολουθώ]] από [[κοντά]]<br /><b>2.</b> [[βλέπω]] επιφανειακά, όχι [[κατά]] [[βάθος]]<br /><b>3.</b> [[παραφυλάσσω]]<br /><b>4.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[επιτηρώ]] με κακή [[πρόθεση]], [[ενεδρεύω]], [[περιμένω]] την [[ευκαιρία]] («παρετήρουν δὲ αύτὸν οἱ Φαρισαῖοι εἰ ἐν τῷ σαββάτῳ θεραπεύσει», ΚΔ)<br /><b>5.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[τηρώ]], [[φυλάσσω]] ( | |mltxt=παρατηρῶ, -έω, ΝΜΑ [[τηρώ]]<br /><b>1.</b> [[παρακολουθώ]] κάποιον ή [[κάτι]] με το [[βλέμμα]] και με [[προσοχή]], [[εξετάζω]] («[[παρατηρώ]] τις ηλιακές κηλίδες με το [[τηλεσκόπιο]]»)<br /><b>2.</b> έχω [[συνεχώς]] στραμμένη την [[προσοχή]] μου σε [[κάτι]], [[προσέχω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[στρέφω]] το [[βλέμμα]] μου, [[κοιτάζω]]<br /><b>2.</b> [[διακρίνω]], [[αντιλαμβάνομαι]] («[[παρατηρώ]] [[μεγάλη]] [[βελτίωση]] στην [[κατάσταση]] του αρρώστου»)<br /><b>2.</b> (το παθ. [[ιδίως]] ως τριτοπρόσ.) <i>παρατηρείται</i><br />γίνεται αντιληπτό, αισθητό, εμφανίζεται, παρουσιάζεται, σημειώνεται («παρατηρείται [[μεγάλη]] [[έκλυση]] τών ηθών»)<br /><b>3.</b> [[ελέγχω]], [[επιπλήττω]], [[επικρίνω]], [[κάνω]] παρατηρήσεις («τον παρατήρησα, [[επειδή]] ήταν [[απρόσεκτος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εποπτεύω]], [[εφορεύω]], [[παρακολουθώ]] από [[κοντά]]<br /><b>2.</b> [[βλέπω]] επιφανειακά, όχι [[κατά]] [[βάθος]]<br /><b>3.</b> [[παραφυλάσσω]]<br /><b>4.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[επιτηρώ]] με κακή [[πρόθεση]], [[ενεδρεύω]], [[περιμένω]] την [[ευκαιρία]] («παρετήρουν δὲ αύτὸν οἱ Φαρισαῖοι εἰ ἐν τῷ σαββάτῳ θεραπεύσει», ΚΔ)<br /><b>5.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[τηρώ]], [[φυλάσσω]] («εὐλαβεῖσθαι δεῑ καὶ παρατηρεῖν τὸ [[μέτριον]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>μέσ.</b> [[τηρώ]], [[φυλάσσω]] [[κάτι]] σύμφωνα με το θρησκευτικό [[έθιμο]] («τὴν τῶν σαββάτων ἡμέραν παρατηρεῖσθαι», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>παθ.</b> λαμβάνομαι υπό [[σημείωση]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 28 March 2021
Greek Monolingual
παρατηρῶ, -έω, ΝΜΑ τηρώ
1. παρακολουθώ κάποιον ή κάτι με το βλέμμα και με προσοχή, εξετάζω («παρατηρώ τις ηλιακές κηλίδες με το τηλεσκόπιο»)
2. έχω συνεχώς στραμμένη την προσοχή μου σε κάτι, προσέχω
νεοελλ.
1. στρέφω το βλέμμα μου, κοιτάζω
2. διακρίνω, αντιλαμβάνομαι («παρατηρώ μεγάλη βελτίωση στην κατάσταση του αρρώστου»)
2. (το παθ. ιδίως ως τριτοπρόσ.) παρατηρείται
γίνεται αντιληπτό, αισθητό, εμφανίζεται, παρουσιάζεται, σημειώνεται («παρατηρείται μεγάλη έκλυση τών ηθών»)
3. ελέγχω, επιπλήττω, επικρίνω, κάνω παρατηρήσεις («τον παρατήρησα, επειδή ήταν απρόσεκτος»)
αρχ.
1. εποπτεύω, εφορεύω, παρακολουθώ από κοντά
2. βλέπω επιφανειακά, όχι κατά βάθος
3. παραφυλάσσω
4. (ενεργ. και μέσ.) επιτηρώ με κακή πρόθεση, ενεδρεύω, περιμένω την ευκαιρία («παρετήρουν δὲ αύτὸν οἱ Φαρισαῖοι εἰ ἐν τῷ σαββάτῳ θεραπεύσει», ΚΔ)
5. (ενεργ. και μέσ.) τηρώ, φυλάσσω («εὐλαβεῖσθαι δεῑ καὶ παρατηρεῖν τὸ μέτριον», Αριστοτ.)
6. μέσ. τηρώ, φυλάσσω κάτι σύμφωνα με το θρησκευτικό έθιμο («τὴν τῶν σαββάτων ἡμέραν παρατηρεῖσθαι», Ιώσ.)
7. παθ. λαμβάνομαι υπό σημείωση.