τριπλάσιος: Difference between revisions
τοῖς οἰκείοις συκοφαντίαν δέδωκεν → has given to his friends an opportunity for chicane, has offered to his friends the right of vindictive prosecution
m (Text replacement - "οῡσθαι" to "οῦσθαι") |
m (Text replacement - "οῡτο" to "οῦτο") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο / [[τριπλάσιος]], -ία, -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> (για αριθμό, [[μέγεθος]], [[ποσότητα]]) [[τρεις]] φορές μεγαλύτερος ή [[περισσότερος]] από άλλον (α. «τα έξοδα [[φέτος]] [[είναι]] τριπλάσια» β. «ζημιοῦσθαι... τριπλασίᾳ τῆς πρώτης ζημίας», <b>Πλάτ.</b><br />γ. | |mltxt=-α, -ο / [[τριπλάσιος]], -ία, -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> (για αριθμό, [[μέγεθος]], [[ποσότητα]]) [[τρεις]] φορές μεγαλύτερος ή [[περισσότερος]] από άλλον (α. «τα έξοδα [[φέτος]] [[είναι]] τριπλάσια» β. «ζημιοῦσθαι... τριπλασίᾳ τῆς πρώτης ζημίας», <b>Πλάτ.</b><br />γ. «τοῦτον τριπλασίας [[τιμῆς]] ἢ πρότερον διατιθέμενοι», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τριπλάσιο</i>(<i>ν</i>)<br />[[ποσότητα]] [[τρεις]] φορές μεγαλύτερη από [[άλλην]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(το ουδ. με άρθρ. ως επίρρ.) τριπλάσια, [[τρεις]] φορές περισσότερο ή [[τρεις]] φορές μεγαλύτερο («αυτός πήρε στη [[μοιρασιά]] το τριπλάσιο από μένα»)<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>τριπλάσιον</i><br />[[τρεις]] φορές περισσότερο, [[τρεις]] φορές μεγαλύτερο, [[τρεις]] φορές δυνατότερα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[τριπλασίως]] ΝΜΑ, και <i>τριπλάσια</i> Ν<br />σε τριπλάσια [[ποσότητα]] ή [[ένταση]], σε τριπλάσιο [[μέγεθος]] ή αριθμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[πλάσιος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 12:21, 28 March 2021
English (LSJ)
α, ον, A thrice as many, thrice as much, thrice as great as, c. gen., ὄρνις τ. Κλεωνύμου Ar.Ach.88, etc.; τριπλασίᾳ τῆς πρώτης ζημίας Pl.Lg.756d; τριπλασίοις αὑτῶν Id.R.422c; τριπλασίας τιμῆς ἢ πρότερον D.42.31: abs., τ. δύναμιν εἶχε (sc. τῆς προτέρας) X.An.7.4.21; τ. διαστήματα Pl.Ti.36a; τριπλάσιον, opp. τριτημόριον, Arist.Metaph.1020b27. 2 neut. as Adv., τριπλάσιον κεκράξομαί σου thrice as much as you, Ar.Eq.285 (lyr.), cf. 718:— regul. Adv. τριπλασίως Sch.B Il.21.80, v. l. in LXX Si.43.4.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐπλάσιος: [ᾰ], ᾰ, ον, ὡς καὶ νῦν, τρὶς τόσος, τρεῖς φορὰς ἄλλος τόσος, τρὶς τόσον μέγας, μετὰ γενικ., ὄρνιν τριπλάσιον Κλεωνύμου Ἀριστοφ. Ἀχ. 88, Πλάτ., κλπ.· τριπλασίᾳ τῆς πρώτης ζημίας Πλάτ. Νόμ. 756D· τριπλασίοις αὐτῶν ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 422C· τριπλασίας τιμῆς ἢ πρότερον Δημ. 1048· 25· - ἀπολ., τριπλασίαν δύναμιν εἶχε (ἐξυπακ. τῆς προτέρας) Ξεν. Ἀν. 7. 4, 24· τρ. διαστήματα Πλάτ. Τίμ. 36Α. ΙΙ. τριπλάσιον, τό, ὡς οὐσιαστ., ἀντίθετ. τῷ τριτημόριον, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 15, 1. 2) ὡς ἐπίρρ., τριπλάσιον κεκράξομαί σου, τρὶς τόσον ὅσον σύ, Ἀριστοφ. Ἱππ. 285, πρβλ. 718· - ὁμαλ. ἐπίρρ. τριπλασίως, Ἀρχ. Σχόλ. εἰς Ἰλ. Φ. 80, Ἑβδ. (Σειρὰχ ΜΓ΄, 4).
French (Bailly abrégé)
α, ον :
triple ; adv. • τριπλάσιον trois fois autant.
Étymologie: τρεῖς, -πλάσιος.
Greek Monolingual
-α, -ο / τριπλάσιος, -ία, -ον, ΝΜΑ
1. (για αριθμό, μέγεθος, ποσότητα) τρεις φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από άλλον (α. «τα έξοδα φέτος είναι τριπλάσια» β. «ζημιοῦσθαι... τριπλασίᾳ τῆς πρώτης ζημίας», Πλάτ.
γ. «τοῦτον τριπλασίας τιμῆς ἢ πρότερον διατιθέμενοι», Δημοσθ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το τριπλάσιο(ν)
ποσότητα τρεις φορές μεγαλύτερη από άλλην
νεοελλ.
(το ουδ. με άρθρ. ως επίρρ.) τριπλάσια, τρεις φορές περισσότερο ή τρεις φορές μεγαλύτερο («αυτός πήρε στη μοιρασιά το τριπλάσιο από μένα»)
αρχ.
(το ουδ. ως επίρρ.) τριπλάσιον
τρεις φορές περισσότερο, τρεις φορές μεγαλύτερο, τρεις φορές δυνατότερα.
επίρρ...
τριπλασίως ΝΜΑ, και τριπλάσια Ν
σε τριπλάσια ποσότητα ή ένταση, σε τριπλάσιο μέγεθος ή αριθμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -πλάσιος].
Greek Monotonic
τρῐπλάσιος: [ᾰ], -α, -ον,
I. τρεις φορές άλλος τόσος, τρεις φορές τόσο μεγάλος όσο..., με γεν., σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.· απόλ., τριπλασίαν δύναμιν εἶχε (ενν. τῆς προτέρας), σε Ξεν.
II. τριπλάσιον, ως επίρρ., τριπλάσιον, τρεις φορές τόσο πολύ, σε Αριστοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τριπλάσιος -α -ον [τρι -, ~ διπλάσιος] drievoudig, drie maal zo groot, met gen.: ὄρνις τριπλάσιον Κλεωνύμου een vogel drie maal zo groot als Cleonymus Aristoph. Ach. 88; τριπλάσιον κεκράξομαί σου ik zal driemaal zo luid schreeuwen als jij Aristoph. Eq. 285.
Russian (Dvoretsky)
τριπλάσιος: (ᾰ) утроенный, тройной: τ. τινος Arph., Plat. втрое больше кого(чего)-л.; τριπλασίαν δύναμιν ἔχειν Xen. иметь втрое больше войска.
Middle Liddell
τρῐπλᾰ́σιος, η, ον
I. thrice as many, thrice as much, thrice as great as, c. gen., Ar., Plat., etc.: —absol., τριπλασίαν δύναμιν εἶχε (sc. τῆς προτέρασ) Xen.
II. τριπλάσιον as adv., τριπλάσιον thrice as much, Ar.