υπηρετώ: Difference between revisions

From LSJ

κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)

Source
m (Text replacement - "εῑσθαι" to "εῖσθαι")
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὑπηρετῶ, -έω, ΝΜΑ [[ὑπηρέτης]]<br /><b>1.</b> [[εργάζομαι]] ως [[υπηρέτης]], [[εκτελώ]] χειρωνακτικές, [[ιδίως]], εργασίες για κάποιον, (α. «έχει [[τρεις]] ανθρώπους να τον υπηρετούν» β. «τοὺς διὰ φόβον ὑπηρετοῦντας», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[προσφέρω]] [[εξυπηρέτηση]] σε κάποιον (α. «υπηρέτησε με [[αφοσίωση]] τους τραυματίες» β. «χήραις ὑπηρετεῖν», Ερμ.<br />γ. «οὐ γὰρ ἂν [[καλῶς]] ὑπηρετοίην τῷ παρόντι δαίμονι», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[εκπληρώνω]] τη στρατιωτική μου [[θητεία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εκτελώ]] [[δημόσια]] ή [[άλλη]] [[υπηρεσία]] («υπηρέτησα [[τρία]] [[χρόνια]] στις ακριτικές περιοχές»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[διακονώ]], [[εκτελώ]] [[υπηρεσία]] με [[αφοσίωση]] και [[υπακοή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[κωπηλάτης]] σε [[πλοίο]] («πλοῑον ὑπὸ δύο ἀνθρώπων ὑπηρετεῖσθαι δυνάμενον», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[βοηθώ]], [[προσφέρω]] [[βοήθεια]] («τῷ χρηστηρίῳ βουλόμενοι ὑπηρετέειν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> βρίσκομαι υπό την [[εξουσία]] κάποιου<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>ὑπηρετοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />εκτελούμαι ως [[υπηρεσία]] («τὰ ἀπ' [[ἡμέων]] εἰς ἡμέας ὑπηρετέεται», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «ὑπηρετῶ τοῖς τρόποις» — [[περιποιούμαι]] κάποιον ανάλογα με τις συνήθειες ή τις ιδιοτροπίες του (<b>Αριστοφ.</b>)<br />β) «ὑπηρετῶ τῷ λόγῳ» — [[συνηγορώ]], [[υποστηρίζω]] (<b>Ευρ.</b>)<br />γ) «τὰ λοίφ' ὑπηρετῶ» — [[εξυπηρετώ]] σε ό,τι απομένει να γίνει (<b>Πλάτ.</b>).
|mltxt=[[ὑπηρετῶ]], [[ὑπηρετέω]], ΝΜΑ [[ὑπηρέτης]]<br /><b>1.</b> [[εργάζομαι]] ως [[υπηρέτης]], [[εκτελώ]] χειρωνακτικές, [[ιδίως]], εργασίες για κάποιον, (α. «έχει [[τρεις]] ανθρώπους να τον υπηρετούν» β. «τοὺς διὰ φόβον ὑπηρετοῦντας», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[προσφέρω]] [[εξυπηρέτηση]] σε κάποιον (α. «υπηρέτησε με [[αφοσίωση]] τους τραυματίες» β. «χήραις ὑπηρετεῖν», Ερμ.<br />γ. «οὐ γὰρ ἂν [[καλῶς]] ὑπηρετοίην τῷ παρόντι δαίμονι», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[εκπληρώνω]] τη στρατιωτική μου [[θητεία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εκτελώ]] [[δημόσια]] ή [[άλλη]] [[υπηρεσία]] («υπηρέτησα [[τρία]] [[χρόνια]] στις ακριτικές περιοχές»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[διακονώ]], [[εκτελώ]] [[υπηρεσία]] με [[αφοσίωση]] και [[υπακοή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[κωπηλάτης]] σε [[πλοίο]] («πλοῑον ὑπὸ δύο ἀνθρώπων ὑπηρετεῖσθαι δυνάμενον», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[βοηθώ]], [[προσφέρω]] [[βοήθεια]] («τῷ χρηστηρίῳ βουλόμενοι ὑπηρετέειν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> βρίσκομαι υπό την [[εξουσία]] κάποιου<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>ὑπηρετοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />εκτελούμαι ως [[υπηρεσία]] («τὰ ἀπ' [[ἡμέων]] εἰς ἡμέας ὑπηρετέεται», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «ὑπηρετῶ τοῖς τρόποις» — [[περιποιούμαι]] κάποιον ανάλογα με τις συνήθειες ή τις ιδιοτροπίες του (<b>Αριστοφ.</b>)<br />β) «ὑπηρετῶ τῷ λόγῳ» — [[συνηγορώ]], [[υποστηρίζω]] (<b>Ευρ.</b>)<br />γ) «τὰ λοίφ' ὑπηρετῶ» — [[εξυπηρετώ]] σε ό,τι απομένει να γίνει (<b>Πλάτ.</b>).
}}
}}

Revision as of 12:21, 28 March 2021

Greek Monolingual

ὑπηρετῶ, ὑπηρετέω, ΝΜΑ ὑπηρέτης
1. εργάζομαι ως υπηρέτης, εκτελώ χειρωνακτικές, ιδίως, εργασίες για κάποιον, (α. «έχει τρεις ανθρώπους να τον υπηρετούν» β. «τοὺς διὰ φόβον ὑπηρετοῦντας», Ξεν.)
2. προσφέρω εξυπηρέτηση σε κάποιον (α. «υπηρέτησε με αφοσίωση τους τραυματίες» β. «χήραις ὑπηρετεῖν», Ερμ.
γ. «οὐ γὰρ ἂν καλῶς ὑπηρετοίην τῷ παρόντι δαίμονι», Σοφ.)
3. εκπληρώνω τη στρατιωτική μου θητεία
νεοελλ.
εκτελώ δημόσια ή άλλη υπηρεσία («υπηρέτησα τρία χρόνια στις ακριτικές περιοχές»)
μσν.-αρχ.
διακονώ, εκτελώ υπηρεσία με αφοσίωση και υπακοή
αρχ.
1. είμαι κωπηλάτης σε πλοίο («πλοῑον ὑπὸ δύο ἀνθρώπων ὑπηρετεῖσθαι δυνάμενον», Διόδ.)
2. βοηθώ, προσφέρω βοήθεια («τῷ χρηστηρίῳ βουλόμενοι ὑπηρετέειν», Ηρόδ.)
3. βρίσκομαι υπό την εξουσία κάποιου
4. παθ. ὑπηρετοῦμαι, -έομαι
εκτελούμαι ως υπηρεσία («τὰ ἀπ' ἡμέων εἰς ἡμέας ὑπηρετέεται», Ηρόδ.)
5. φρ. α) «ὑπηρετῶ τοῖς τρόποις» — περιποιούμαι κάποιον ανάλογα με τις συνήθειες ή τις ιδιοτροπίες του (Αριστοφ.)
β) «ὑπηρετῶ τῷ λόγῳ» — συνηγορώ, υποστηρίζω (Ευρ.)
γ) «τὰ λοίφ' ὑπηρετῶ» — εξυπηρετώ σε ό,τι απομένει να γίνει (Πλάτ.).