οδοποιώ: Difference between revisions

From LSJ

τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger

Source
m (Text replacement - "μᾱλλον" to "μᾶλλον")
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁδοποιῶ, -έω (Α) [[οδοποιός]]<br /><b>1.</b> [[κατασκευάζω]] οδό, δρόμο («τὰ δένδρα συνεξέκοπτον τήν τε ὁδὸν ὡδοποίουν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[καθιστώ]] έναν δρόμο βατό («ὁδοποιῶν τὰ ἄβατα ἤ γεφυρῶν τὰ δύσπορα», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[ρεύμα]]) [[ανοίγω]] δρόμο («τρὶς ἐμβαλὸν τὸ [[ὕδωρ]] τά τε [[χωρί]]' ἐλυμήνατο καὶ μᾶλλον ὡδοποίει», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>4.</b> (το παθ.) <i>ὁδοποιοῦμαι</i> -<i>έομαι</i><br />(για οδό) καθίσταμαι [[κατάλληλος]] για [[χρήση]] ή για [[διάβαση]]<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[τακτοποιώ]], [[διορθώνω]]<br /><b>6.</b> [[χρησιμεύω]] ως [[οδηγός]] κάποιου («ὁδοποιήσειέ γ' ἄν αὐτοῑς καὶ εἰ σὺν τεθρίπποις βούλοιντο ἀπιέναι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>7.</b> (το μέσ.) (για στρατό) [[ανοίγω]] δρόμο για να περάσω.
|mltxt=ὁδοποιῶ, -έω (Α) [[οδοποιός]]<br /><b>1.</b> [[κατασκευάζω]] οδό, δρόμο («τὰ δένδρα συνεξέκοπτον τήν τε ὁδὸν ὡδοποίουν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[καθιστώ]] έναν δρόμο βατό («ὁδοποιῶν τὰ ἄβατα ἤ γεφυρῶν τὰ δύσπορα», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[ρεύμα]]) [[ανοίγω]] δρόμο («τρὶς ἐμβαλὸν τὸ [[ὕδωρ]] τά τε [[χωρί]]' ἐλυμήνατο καὶ μᾶλλον ὡδοποίει», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>4.</b> (το παθ.) <i>ὁδοποιοῦμαι</i> -<i>έομαι</i><br />(για οδό) καθίσταμαι [[κατάλληλος]] για [[χρήση]] ή για [[διάβαση]]<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[τακτοποιώ]], [[διορθώνω]]<br /><b>6.</b> [[χρησιμεύω]] ως [[οδηγός]] κάποιου («ὁδοποιήσειέ γ' ἄν αὐτοῖς καὶ εἰ σὺν τεθρίπποις βούλοιντο ἀπιέναι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>7.</b> (το μέσ.) (για στρατό) [[ανοίγω]] δρόμο για να περάσω.
}}
}}

Latest revision as of 12:29, 28 March 2021

Greek Monolingual

ὁδοποιῶ, -έω (Α) οδοποιός
1. κατασκευάζω οδό, δρόμο («τὰ δένδρα συνεξέκοπτον τήν τε ὁδὸν ὡδοποίουν», Ξεν.)
2. καθιστώ έναν δρόμο βατό («ὁδοποιῶν τὰ ἄβατα ἤ γεφυρῶν τὰ δύσπορα», Λουκιαν.)
3. (για ρεύμα) ανοίγω δρόμο («τρὶς ἐμβαλὸν τὸ ὕδωρ τά τε χωρί' ἐλυμήνατο καὶ μᾶλλον ὡδοποίει», Δημοσθ.)
4. (το παθ.) ὁδοποιοῦμαι -έομαι
(για οδό) καθίσταμαι κατάλληλος για χρήση ή για διάβαση
5. μτφ. τακτοποιώ, διορθώνω
6. χρησιμεύω ως οδηγός κάποιου («ὁδοποιήσειέ γ' ἄν αὐτοῖς καὶ εἰ σὺν τεθρίπποις βούλοιντο ἀπιέναι», Ξεν.)
7. (το μέσ.) (για στρατό) ανοίγω δρόμο για να περάσω.