μεσότητα: Difference between revisions
εἰ πάλιν ἔστι γενέσθαι, ὕπνος σ' ἔ̣χει οὐκ ἐπὶ δηρόν, εἰ δ' οὐκ ἔστιν πάλιν ἐλθεῖν, αἰώ̣νιος ὕπνος → if it is possible for you to be born again, you will fall asleep, briefly; if it is not possible to return — it would be eternal sleep
(24) |
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (ΑM [[μεσότης]]) [[μέσος]]<br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] του μέσου, το να βρίσκεται [[κάτι]] στο [[μέσο]] άλλων δύο, η μεσαία ή κεντρική [[θέση]], το [[κέντρο]] («χώρας τε καὶ ἄστεος μεσότητας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μαθημ.</b> ο [[μέσος]] όρος μιας αναλογίας («τὰ δὲ στερεὰ μία μὲν [[οὐδέποτε]], δύο δὲ ἀεὶ μεσότητες ξυναρμόττουσιν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[μέσο]] [[μεταξύ]] δύο [[άκρων]], η [[μετριότητα]]<br /><b>2.</b> αυτό το οποίο μεσολαβεί για να φέρει σε [[επικοινωνία]] δύο αντίθετα πράγματα, το ενδιάμεσο, το μεσάζον («ἡ [[αἴσθησις]] [[οἷον]] [[μεσότης]] τις ἐν | |mltxt=η (ΑM [[μεσότης]]) [[μέσος]]<br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] του μέσου, το να βρίσκεται [[κάτι]] στο [[μέσο]] άλλων δύο, η μεσαία ή κεντρική [[θέση]], το [[κέντρο]] («χώρας τε καὶ ἄστεος μεσότητας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μαθημ.</b> ο [[μέσος]] όρος μιας αναλογίας («τὰ δὲ στερεὰ μία μὲν [[οὐδέποτε]], δύο δὲ ἀεὶ μεσότητες ξυναρμόττουσιν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[μέσο]] [[μεταξύ]] δύο [[άκρων]], η [[μετριότητα]]<br /><b>2.</b> αυτό το οποίο μεσολαβεί για να φέρει σε [[επικοινωνία]] δύο αντίθετα πράγματα, το ενδιάμεσο, το μεσάζον («ἡ [[αἴσθησις]] [[οἷον]] [[μεσότης]] τις ἐν τοῖς αἰσθητοῖς ἐναντιώσεως», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[διαφορά]], [[διάκριση]], [[χάσμα]]<br /><b>4.</b> ενδιάμεση [[κατάσταση]]<br /><b>5.</b> <b>γραμμ.</b> η [[μέση]] [[φωνή]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «[[μεσότης]] λέξεως» — ύφος που εντάσσεται [[μεταξύ]] ποίησης και πεζού λόγου (Διον. Αλ.). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:30, 28 March 2021
Greek Monolingual
η (ΑM μεσότης) μέσος
1. η ιδιότητα του μέσου, το να βρίσκεται κάτι στο μέσο άλλων δύο, η μεσαία ή κεντρική θέση, το κέντρο («χώρας τε καὶ ἄστεος μεσότητας», Πλάτ.)
2. μαθημ. ο μέσος όρος μιας αναλογίας («τὰ δὲ στερεὰ μία μὲν οὐδέποτε, δύο δὲ ἀεὶ μεσότητες ξυναρμόττουσιν», Πλάτ.)
αρχ.
1. το μέσο μεταξύ δύο άκρων, η μετριότητα
2. αυτό το οποίο μεσολαβεί για να φέρει σε επικοινωνία δύο αντίθετα πράγματα, το ενδιάμεσο, το μεσάζον («ἡ αἴσθησις οἷον μεσότης τις ἐν τοῖς αἰσθητοῖς ἐναντιώσεως», Αριστοτ.)
3. διαφορά, διάκριση, χάσμα
4. ενδιάμεση κατάσταση
5. γραμμ. η μέση φωνή
6. φρ. «μεσότης λέξεως» — ύφος που εντάσσεται μεταξύ ποίησης και πεζού λόγου (Διον. Αλ.).