εύφορος: Difference between revisions
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
m (Text replacement - "εῑσθαι" to "εῖσθαι") |
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔφορος]], -ον)<br />[[παραγωγικός]], [[γόνιμος]], [[καρποφόρος]], [[πολύκαρπος]] («εἰ τὸν ἀγρὸν ἔμελλες ἐγκωμιάζων εὔφορον ποιεῖν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για άνεμο) [[ευνοϊκός]]<br /><b>2.</b> αυτός τον οποίο υπομένει [[κάποιος]] εύκολα, ο [[υποφερτός]] («ἔσχεν | |mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔφορος]], -ον)<br />[[παραγωγικός]], [[γόνιμος]], [[καρποφόρος]], [[πολύκαρπος]] («εἰ τὸν ἀγρὸν ἔμελλες ἐγκωμιάζων εὔφορον ποιεῖν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για άνεμο) [[ευνοϊκός]]<br /><b>2.</b> αυτός τον οποίο υπομένει [[κάποιος]] εύκολα, ο [[υποφερτός]] («ἔσχεν Θεαῖος εὐφόρων λάθαν πόνων», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που φέρεται ή μεταφέρεται εύκολα, ο [[ελαφρός]], ο ευκολομεταχείριστος («εὐφορώτατα ὅπλα», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> (για πηλό) [[εύπλαστος]], [[μαλακός]]<br /><b>3.</b> (για [[κρασί]]) αυτός που πίνεται εύκολα)<br /><b>4.</b> (για [[αρρώστια]]) αυτός που εξαπλώνεται, που μεταδίδεται εύκολα<br /><b>5.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[επιρρεπής]] σε [[κάτι]]<br /><b>6.</b> (για [[σώμα]]) [[ενεργητικός]], [[δραστήριος]], [[εύρωστος]] («[[ἔνιοι]] δὲ ζῶσι καὶ εἴκοσιν ἔτη καὶ ἔτι [[πλείω]], ἐὰν εὔφορον ἔχωσι τὸ [[σῶμα]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>7.</b> ο [[ικανός]] να κάνει χαριτωμένες κινήσεις («χρὴ ὀρχεῖσθαι τὸν μέλλοντα εὐφορώτερον τὸ [[σώμα]] ἕξειν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>8.</b> ο [[πλούσιος]], αυτός που αφθονεί σε [[κάτι]] («[[πόλις]] [[εὔφορος]] πρὸς ἀνδρῶν ἀρετήν», Διον. Αλ.)<br /><b>9.</b> ο [[ικανός]] να κάνει [[κάτι]] εύκολα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐφόρως</i> (Α)<br /><b>1.</b> με [[υπομονή]], καρτερικά («εὐφορώτερον φέρειν», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> εύκολα («εὐφόρως καὶ [[μετὰ]] ῥᾳστώνης ἐνεργεῖν», Φίλ.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «εὐφόρως (ἔχω)» — [[αισθάνομαι]] καλύτερα, [[είμαι]] σε καλή [[κατάσταση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>φορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[παρά]]-<i>φορος</i>, <i>φαρετρή</i>-<i>φορος</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:46, 28 March 2021
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὔφορος, -ον)
παραγωγικός, γόνιμος, καρποφόρος, πολύκαρπος («εἰ τὸν ἀγρὸν ἔμελλες ἐγκωμιάζων εὔφορον ποιεῖν», Πλούτ.)
μσν.-αρχ.
1. (για άνεμο) ευνοϊκός
2. αυτός τον οποίο υπομένει κάποιος εύκολα, ο υποφερτός («ἔσχεν Θεαῖος εὐφόρων λάθαν πόνων», Πίνδ.)
αρχ.
1. αυτός που φέρεται ή μεταφέρεται εύκολα, ο ελαφρός, ο ευκολομεταχείριστος («εὐφορώτατα ὅπλα», Λουκιαν.)
2. (για πηλό) εύπλαστος, μαλακός
3. (για κρασί) αυτός που πίνεται εύκολα)
4. (για αρρώστια) αυτός που εξαπλώνεται, που μεταδίδεται εύκολα
5. (για πρόσ.) επιρρεπής σε κάτι
6. (για σώμα) ενεργητικός, δραστήριος, εύρωστος («ἔνιοι δὲ ζῶσι καὶ εἴκοσιν ἔτη καὶ ἔτι πλείω, ἐὰν εὔφορον ἔχωσι τὸ σῶμα», Αριστοτ.)
7. ο ικανός να κάνει χαριτωμένες κινήσεις («χρὴ ὀρχεῖσθαι τὸν μέλλοντα εὐφορώτερον τὸ σώμα ἕξειν», Ξεν.)
8. ο πλούσιος, αυτός που αφθονεί σε κάτι («πόλις εὔφορος πρὸς ἀνδρῶν ἀρετήν», Διον. Αλ.)
9. ο ικανός να κάνει κάτι εύκολα.
επίρρ...
εὐφόρως (Α)
1. με υπομονή, καρτερικά («εὐφορώτερον φέρειν», Ιπποκρ.)
2. εύκολα («εὐφόρως καὶ μετὰ ῥᾳστώνης ἐνεργεῖν», Φίλ.)
3. φρ. «εὐφόρως (ἔχω)» — αισθάνομαι καλύτερα, είμαι σε καλή κατάσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -φορος (< φέρω), πρβλ. παρά-φορος, φαρετρή-φορος].