στηθαίο: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
(38)
 
m (Text replacement - "αῑον" to "αῖον")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / στηθαῑον, ΝΜΑ<br />προστατευτικό [[προτείχισμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[προπέτασμα]] οχυρώματος [[πίσω]] από το οποίο στέκονται αυτοί που βάλλουν<br /><b>2.</b> κτιστό, ξύλινο ή μεταλλικό [[κατασκεύασμα]] προστασίας από [[πτώση]] [[μπροστά]] ή [[γύρω]] από [[κάτι]], ύψους [[περίπου]] ώς το [[στήθος]], αλλ. [[θωράκιο]], κν. [[παραπέτο]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[προμαχώνας]], [[έπαλξη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. ενός, αμάρτυρου στην Αρχαία, επιθ. <i>στηθαῖος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στῆθος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αῖος</i>)].
|mltxt=το / στηθαῖον, ΝΜΑ<br />προστατευτικό [[προτείχισμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[προπέτασμα]] οχυρώματος [[πίσω]] από το οποίο στέκονται αυτοί που βάλλουν<br /><b>2.</b> κτιστό, ξύλινο ή μεταλλικό [[κατασκεύασμα]] προστασίας από [[πτώση]] [[μπροστά]] ή [[γύρω]] από [[κάτι]], ύψους [[περίπου]] ώς το [[στήθος]], αλλ. [[θωράκιο]], κν. [[παραπέτο]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[προμαχώνας]], [[έπαλξη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. ενός, αμάρτυρου στην Αρχαία, επιθ. <i>στηθαῖος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στῆθος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αῖος</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 13:20, 28 March 2021

Greek Monolingual

το / στηθαῖον, ΝΜΑ
προστατευτικό προτείχισμα
νεοελλ.
1. προπέτασμα οχυρώματος πίσω από το οποίο στέκονται αυτοί που βάλλουν
2. κτιστό, ξύλινο ή μεταλλικό κατασκεύασμα προστασίας από πτώση μπροστά ή γύρω από κάτι, ύψους περίπου ώς το στήθος, αλλ. θωράκιο, κν. παραπέτο
μσν.-αρχ.
προμαχώνας, έπαλξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. ενός, αμάρτυρου στην Αρχαία, επιθ. στηθαῖος (< στῆθος + -αῖος)].