διατινάσσω: Difference between revisions

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
m (Text replacement - "<b class="b2"> ([\wÄäÖöÜüẞß]+)<\/b>" to " $1")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διατῐνάσσω''': μέλλ. -ξω, [[τινάσσω]] δυνατά, τινάσσων [[συντρίβω]], ἐπὴν [[σχεδίην]]… διὰ [[κῦμα]] τινάξῃ Ὀδ. Ε. 363· τά δώματα Εὐρ. Βάκχ. 600· μέσ. μέλλ. [[μετὰ]] παθ. σημασ., [[αὐτόθι]] 588. ΙΙ. κινῶ [[μετὰ]] βίας, [[κάρα]] δ. ἄνω [[κάτω]] ὁ αὐτ. Ι. Τ. 282.
|lstext='''διατῐνάσσω''': μέλλ. -ξω, [[τινάσσω]] δυνατά, τινάσσων [[συντρίβω]], ἐπὴν [[σχεδίην]]… διὰ [[κῦμα]] τινάξῃ Ὀδ. Ε. 363· τά δώματα Εὐρ. Βάκχ. 600· μέσ. μέλλ. μετὰ παθ. σημασ., [[αὐτόθι]] 588. ΙΙ. κινῶ μετὰ βίας, [[κάρα]] δ. ἄνω [[κάτω]] ὁ αὐτ. Ι. Τ. 282.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 11:30, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διατῐνάσσω Medium diacritics: διατινάσσω Low diacritics: διατινάσσω Capitals: ΔΙΑΤΙΝΑΣΣΩ
Transliteration A: diatinássō Transliteration B: diatinassō Transliteration C: diatinasso Beta Code: diatina/ssw

English (LSJ)

A shake asunder, shake to pieces, ἐπὴν σχεδίην… διὰ κῦμα τινάξῃ Od.5.363; τὰ δώματα E.Ba.606: fut. Med. in pass. sense, ib.587 (lyr.). II shake violently, κάρα δ. ἄνω κάτω Id.IT282; shake out, στρώματα Hierocl.p.63A.

German (Pape)

[Seite 607] durch-, hin- u. herschütteln; ἄνω κάτω Eur. I. T. 282; δῶμα Bacch. 606; διατετινάχθαι Aesop. 43; – auseinander schütteln, zertrümmern, σχεδίην Od. 5, 363, in tmesi; μέλαθρα διατινάξεται Eur. Bacch. 587.

Greek (Liddell-Scott)

διατῐνάσσω: μέλλ. -ξω, τινάσσω δυνατά, τινάσσων συντρίβω, ἐπὴν σχεδίην… διὰ κῦμα τινάξῃ Ὀδ. Ε. 363· τά δώματα Εὐρ. Βάκχ. 600· μέσ. μέλλ. μετὰ παθ. σημασ., αὐτόθι 588. ΙΙ. κινῶ μετὰ βίας, κάρα δ. ἄνω κάτω ὁ αὐτ. Ι. Τ. 282.

French (Bailly abrégé)

ao. διετίναξα;
secouer en tous sens : κάρα δ. ἄνω κάτω EUR faire de la tête des signes véhéments.
Étymologie: διά, τινάσσω.

Spanish (DGE)

(διατῐνάσσω) 1 tr. en v. act. sacudir violentamente hasta deshacer, hacer tambalearse ἐπὴν σχεδίην ... διὰ κῦμα τινάξῃ Od.5.363 (tm.), δῶμα E.Ba.606, en v. pas. τὰ Πενθέως μέλαθρα διατινάξεται el palacio de Penteo será destruido E.Ba.587
gener. agitar, sacudir κάρα ... ἄνω κάτω E.IT 282, στρώματα Hierocl.Exc.63.20, cf. Aristo Phil.13.3, Alciphr.4.19.2, Heb.Ib.16.12, en v. pas. πάντα χαλάσει διατιναχθέντα Plu.2.321e
por ext. tañer ταῖς χερσὶ τὰς χορδάς Ach.Tat.1.5.4.
2 intr. en v. med.-pas. agitarse, moverse al bailar, Aq.2Re.6.16, (νοσῶν) ἔφη ... διατετινάχθαι (el enfermo) dijo que sufría convulsiones Aesop.180.

Greek Monolingual

διατινάσσω (Α)
1. τινάσσω ισχυρά, συντρίβω τινάζοντας
2. σείω, κινώ βίαια.

Greek Monotonic

διατῐνάσσω: μέλ. -ξω,
I. τινάζω δυνατά, συντρίβω τινάζοντας, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· Μέσ. μέλ. με Παθ. σημασία, στον ίδ.
II. κουνώ με βία, αναταράζω με δύναμη, στον ίδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-τινάσσω hevig doen schudden, verbrijzelen, ook in tmes.:. ἐπὴν σχεδίην... διὰ κῦμα τινάξῃ toen een golf het vlot verbrijzeld had Od. 5.363; κάρα διετίναξ ’ ἄνω κάτω hij schudde zijn hoofd op en neer Eur. IT 282.

Russian (Dvoretsky)

διατῐνάσσω:
1) расшатывать, разносить в щепы (σχεδίην Hom. - in tmesi; μέλαθρα διατινάξεται Eur.; πάντα χαλάσει διατιναχθέντα Plut.);
2) качать, мотать (κάρα ἄνω κάτω Eur.).

Middle Liddell

fut. ξω
I. to shake asunder, shake to pieces, Od., Eur.:—fut. mid. in pass. sense, Eur.
II. to shake violently, Eur.