ἁλιευτικός: Difference between revisions

From LSJ

Ἱκανὸν τὸ νικᾶν ἐστι τοῖς ἐλευθέροις → Vicisse satis est inter liberos tibi → Den Freigesinnten reicht zu siegen durchaus hin

Menander, Monostichoi, 262
m (Text replacement - "of or [[for " to "of or for [[")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἁλιευτικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ [[κατάλληλος]] εἰς ἁλιείαν, ἁλ. [[πλοῖον]], Ξεν. Ἀν. 7.1, 20· ἁλ. κάλαμος, χρησιμεύων πρὸς πρόσδεσιν τῆς ὁρμιᾶς, Ἀριστ. Μορ. Ζ. 4. 12, 11· ἁλ. [[βίος]], ὁ [[βίος]] τοῦ ἁλιέως, ὁ αὐτ. Πολ. 1.8, 8: - ἡ -κὴ ([[μετὰ]] ἢ [[ἄνευ]] τοῦ [[τέχνη]]) ἡ [[τέχνη]] τοῦ ἁλιεύειν, Πλάτ. Ἴων 538D, Σοφ. 220Β· τὰ Ἀλιευτικά, [[ποίημα]] τοῦ Ὀππιανοῦ περὶ ἁλιείας. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ ἀσχολούμενος εἰς ἁλιείαν, Ἀριστ. Πολ. 4. 4, 21.
|lstext='''ἁλιευτικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ [[κατάλληλος]] εἰς ἁλιείαν, ἁλ. [[πλοῖον]], Ξεν. Ἀν. 7.1, 20· ἁλ. κάλαμος, χρησιμεύων πρὸς πρόσδεσιν τῆς ὁρμιᾶς, Ἀριστ. Μορ. Ζ. 4. 12, 11· ἁλ. [[βίος]], ὁ [[βίος]] τοῦ ἁλιέως, ὁ αὐτ. Πολ. 1.8, 8: - ἡ -κὴ (μετὰ ἢ [[ἄνευ]] τοῦ [[τέχνη]]) ἡ [[τέχνη]] τοῦ ἁλιεύειν, Πλάτ. Ἴων 538D, Σοφ. 220Β· τὰ Ἀλιευτικά, [[ποίημα]] τοῦ Ὀππιανοῦ περὶ ἁλιείας. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ ἀσχολούμενος εἰς ἁλιείαν, Ἀριστ. Πολ. 4. 4, 21.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 12:45, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλιευτικός Medium diacritics: ἁλιευτικός Low diacritics: αλιευτικός Capitals: ΑΛΙΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: halieutikós Transliteration B: halieutikos Transliteration C: alieftikos Beta Code: a(lieutiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A of or for fishing, ἁ. πλοῖον fishing-boat, X.An.7.1.20; ἁ.κάλαμος fishing-rod, Arist.PA693a23; ἁ. βίος fisher's life, Id.Pol.1256b2:—ἡ -κή (with or without τέχνη) art of fishing, Pl.Ion538d, Sph.220b; Ἁλιευτικά, τά, title of poem by Opp. on this subject; ἁλιευτικόν, τό, the fishing population, Arist. Pol.1291b22.

German (Pape)

[Seite 96] zum Fischen gehörig, τέχνη Plat. Ion 538 d; ohne τέχνη, ἡ, Soph. 220 b; βίος Arist. Pol. 1, 8; πλοῖον, Fischerkahn, der τριήρης entgegengesetzt; ἁλιευτικά, sc. βιβλία, Bücher über den Fischfang, Lehrgedicht des Oppian.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλιευτικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ κατάλληλος εἰς ἁλιείαν, ἁλ. πλοῖον, Ξεν. Ἀν. 7.1, 20· ἁλ. κάλαμος, χρησιμεύων πρὸς πρόσδεσιν τῆς ὁρμιᾶς, Ἀριστ. Μορ. Ζ. 4. 12, 11· ἁλ. βίος, ὁ βίος τοῦ ἁλιέως, ὁ αὐτ. Πολ. 1.8, 8: - ἡ -κὴ (μετὰ ἢ ἄνευ τοῦ τέχνη) ἡ τέχνη τοῦ ἁλιεύειν, Πλάτ. Ἴων 538D, Σοφ. 220Β· τὰ Ἀλιευτικά, ποίημα τοῦ Ὀππιανοῦ περὶ ἁλιείας. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ ἀσχολούμενος εἰς ἁλιείαν, Ἀριστ. Πολ. 4. 4, 21.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de pêche, de pêcheur.
Étymologie: ἁλιεύω.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1de pesca, de pescar, pesquero πλοῖον X.An.7.1.20, ἡ ἁ. arte de la pesca Pl.Io 538d, Sph.220b, τὰ Ἁλιευτικά tít. de una obra de Opiano, Opp.H.tít., ἁλιευτικῆς σοφίας ἐπιστήμων Ael.NA 15.4
en pap. ἁλιευτικοῦ πλοίου c. o sin ὑπέρ como n. de un impuesto para la concesión de los derechos de pesca ἀπὸ φόρου ἁλιευτικοῦ [πλ] οίου Νείλ[ου π] όλ(εως) PLugd.Bat.17.1.3.12, cf. BGU 10.14, Stud.Pal.22.183.35 (todos II d.C.), BGU 337.26 (III d.C.)
subst. τὸ ἁ. (sc. πλοῖον) barco de pesca, POxy.1846.1 (VI/VII d.C.).
2 del pescador, propio del pescador βίος Arist.Pol.1256b2
subst. τὸ ἁ. población pesquera Arist.Pol.1291b22.
II adv. -ῶς a la manera de los pescadores de los apóstoles, Gr.Naz.M.35.1164C.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἁλιευτικός, -ή, -όν) ἁλιεύω
1. ο σχετικός με το ψάρεμα ή ο κατάλληλος γι’ αυτό, ο ψαράδικος
2. το θηλ. ως ουσ. η αλιευτική (ενν. τέχνη)
η τέχνη του ψαρέματος, η ψαρική
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το αλιευτικό
μηχανοκίνητο συνήθως πλοιάριο αλλά και μεγάλο πλοίο κατάλληλα εξοπλισμένο για ψάρεμα
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἁλιευτικόν
το σύνολο τών ψαράδων, οι ψαράδες
2. βιβλίο ή ποίημα που μιλάει για την αλιεία (και στον πληθυντικό).

Greek Monotonic

ἁλιευτικός: -ή, -όν (ἁλιεύω), αυτός που ανήκει ή προορίζεται για ψάρεμα, σε Ξεν., Αριστ.· ἡ -κή (με ή χωρίς το τέχνη), η τέχνη του ψαρέματος, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἁλιευτικός:
1) рыболовный, рыбачий (πλοῖον Xen.; τέχνη Plat.; κάλαμος Arst.; κύρτος Plut.);
2) рыбацкий (βίος Arst.): τὸ ἁλιευτικὸν δήμου εἶδος Arst. рыбацкое население, рыбаки.

Middle Liddell

ἁλιεύω
of or for fishing, Xen., Arist.; —ἡ ἁλιευτική (with or without τέχνη) the art of fishing, Plat.