ὑπεράγω: Difference between revisions

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπεράγω''': μέλλ. -ξω, ἐξυψῶ, ἀνυψῶ, τὴν ἡγεμονίαν εἰς ἄκραν εὐδαιμονίαν Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 92. ΙΙ. [[ὑπερέχω]], [[ὑπερβαίνω]], ὑπερτερῶ, [[μετὰ]] γεν., Πολύβ. 11. 13, 5· πάντων τοῖς ὁδοῦσιν Διόδ. 3. 35· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῇ μετοχ., ὑπεράγων, ουσα, ον, [[ἔκτακτος]], [[ἔξοχος]], ὁ αὐτ. 13. 90, κλπ.· τινί, κατά τι, ὁ αὐτ. 5. 17, κλπ.· μετ’ αἰτ., τοὺς ἄλλους κατά τι ὑπ. ὁ αὐτ. 3. 44 - πρβλ. [[ὑπεραγόντως]]. - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «ὑπεράγοντα, ὑπερέχοντα, ‘τὸν δὲ ὑψηλὸν ἡλικίᾳ [[ὄντα]], καὶ ὑπεράγοντα τὸν ἐπίσκοπον, τὴν βλάβην τῇ κεφαλῇ δέξασθαι’».
|lstext='''ὑπεράγω''': μέλλ. -ξω, ἐξυψῶ, ἀνυψῶ, τὴν ἡγεμονίαν εἰς ἄκραν εὐδαιμονίαν Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 92. ΙΙ. [[ὑπερέχω]], [[ὑπερβαίνω]], ὑπερτερῶ, μετὰ γεν., Πολύβ. 11. 13, 5· πάντων τοῖς ὁδοῦσιν Διόδ. 3. 35· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῇ μετοχ., ὑπεράγων, ουσα, ον, [[ἔκτακτος]], [[ἔξοχος]], ὁ αὐτ. 13. 90, κλπ.· τινί, κατά τι, ὁ αὐτ. 5. 17, κλπ.· μετ’ αἰτ., τοὺς ἄλλους κατά τι ὑπ. ὁ αὐτ. 3. 44 - πρβλ. [[ὑπεραγόντως]]. - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «ὑπεράγοντα, ὑπερέχοντα, ‘τὸν δὲ ὑψηλὸν ἡλικίᾳ [[ὄντα]], καὶ ὑπεράγοντα τὸν ἐπίσκοπον, τὴν βλάβην τῇ κεφαλῇ δέξασθαι’».
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:17, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεράγω Medium diacritics: ὑπεράγω Low diacritics: υπεράγω Capitals: ΥΠΕΡΑΓΩ
Transliteration A: hyperágō Transliteration B: hyperagō Transliteration C: yperago Beta Code: u(pera/gw

English (LSJ)

[ᾰ], A lift up over, τὸ πεπονθὸς [σκέλος] ὑπεραγάγωμεν ταύτης (the cross-bar) Paul.Aeg.6.118: metaph., elevate, exalt, τὴν ἡγεμονίαν εἰς ἄκραν εὐδαιμονίαν App.BC4.92. II excel, surpass, c. gen., Plb. 11.13.5; τοῖς ὀδοῦσι πάντων D.S.3.35: c. acc., ἡ πολιτείη ἡ ὑμετέρη ὑπερῆγε τὰς ἑτέρων Hp.Ep.27: mostly in part. ὑπεράγων, ουσα, ον, eminent, principal, αἰχμάλωτοι SIG588.67 (Milet., ii B. C.); extravagant, excessive, Phld.Herc.1251.5; extraordinary, D.S.13.90, etc.; ῥώμαις Id.5.17, etc.; c. acc., τοὺς ἄλλους κατά τι ὑ. v. l. in Id.3.44; ἐν τᾶσι τοῖς ἔργοις -ων LXX Si.30.31 (33.23); ἡ ὑπεράγουσα ἐπιστροφή excessive twisting, Ph.Bel.58.21; cf. LXX 1 Ma.6.43, J.AJ15.7.6, al.

German (Pape)

[Seite 1189] (s. ἄγω), übertreffen, τινὸς καὶ διαφέρειν Pol. 11, 13, 5, u. a. Sp.; ὑπεράγων, übermäßig, außerordentlich, D. Sic.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεράγω: μέλλ. -ξω, ἐξυψῶ, ἀνυψῶ, τὴν ἡγεμονίαν εἰς ἄκραν εὐδαιμονίαν Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 92. ΙΙ. ὑπερέχω, ὑπερβαίνω, ὑπερτερῶ, μετὰ γεν., Πολύβ. 11. 13, 5· πάντων τοῖς ὁδοῦσιν Διόδ. 3. 35· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῇ μετοχ., ὑπεράγων, ουσα, ον, ἔκτακτος, ἔξοχος, ὁ αὐτ. 13. 90, κλπ.· τινί, κατά τι, ὁ αὐτ. 5. 17, κλπ.· μετ’ αἰτ., τοὺς ἄλλους κατά τι ὑπ. ὁ αὐτ. 3. 44 - πρβλ. ὑπεραγόντως. - Κατὰ Σουΐδ.: «ὑπεράγοντα, ὑπερέχοντα, ‘τὸν δὲ ὑψηλὸν ἡλικίᾳ ὄντα, καὶ ὑπεράγοντα τὸν ἐπίσκοπον, τὴν βλάβην τῇ κεφαλῇ δέξασθαι’».

Greek Monolingual

ΜΑ ἄγω
μσν.
ξεπερνώ, προηγούμαι στα χρόνια («ἔτεσιν ὑπεράγων», Ευσ.)
αρχ.
1. εξυψώνω, ανυψώνω («τὴν ἠγεμονίαν εἰς εὐδαιμονίαν ἄκραν ὑπερήγαγε...», Πολ.)
2. υπερέχω, υπερτερώ («τὰ ξενικὰ... τῶν μισθοφορούντων εἰκὸς ὑπεράγειν καὶ διαφέρειν», Διόδ.)
3. (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) ὑπεράγων, -ουσα, -ον
υπέροχος, έξοχος.

Russian (Dvoretsky)

ὑπεράγω: превосходить: ὑ. τινός Polyb. превосходить кого-л.; ὑ. τινός τινι или τινά τινι Diod. превосходить кого-л. в чем-л.