παχυμερής: Difference between revisions

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pachymeris
|Transliteration C=pachymeris
|Beta Code=paxumerh/s
|Beta Code=paxumerh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[consist]]ing of [[thick]] or [[coarse]] [[part]]s, <span class="bibl">Ti.Locr.100e</span> (Comp.), <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>873a6</span>; ἀήρ <span class="bibl">Corn.<span class="title">ND</span>5</span> (Sup.); <b class="b3">τὸ παχυμερές</b> the [[dense]] [[part]], <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Ep.</span>2p.51U.</span>; <b class="b3">τὸ παχυμερέστερον</b>, opp. <b class="b3">τὸ λεπτομερέστερον</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Cael.</span>304a31</span>; τὸ -έστατον <span class="title">Placit.</span>1.3.11. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> metaph. in Adv., [[loosely]], [[broadly]], [[roughly]], εἴρηται [[παχυμερῶς]] <span class="bibl">Str.1.4.7</span>, cf. <span class="bibl">8</span> (Comp.), Ach. Tat.<span class="title">Intr.Arat.</span> 18; [[cursorily]], ἐξετάζειν <span class="bibl">Just.<span class="title">Nov.</span> 53.4.1</span>.</span>
|Definition=παχυμερές,<br><span class="bld">A</span> [[consist]]ing of [[thick]] or [[coarse]] [[part]]s, Ti.Locr.100e (Comp.), Arist.Pr.873a6; ἀήρ Corn.ND5 (Sup.); [[τὸ παχυμερές]] the [[dense]] [[part]], Epicur.Ep.2p.51U.; [[τὸ παχυμερέστερον]], opp. [[τὸ λεπτομερέστερον]], Arist.Cael.304a31; τὸ παχυμερέστατον Placit.1.3.11.<br><span class="bld">II</span> metaph. in Adv., [[loosely]], [[broadly]], [[roughly]], εἴρηται [[παχυμερῶς]] Str.1.4.7, cf. 8 (Comp.), Ach. Tat.Intr.Arat. 18; [[cursorily]], [[ἐξετάζειν]] Just.Nov. 53.4.1.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 07:57, 20 July 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰχῠμερής Medium diacritics: παχυμερής Low diacritics: παχυμερής Capitals: ΠΑΧΥΜΕΡΗΣ
Transliteration A: pachymerḗs Transliteration B: pachymerēs Transliteration C: pachymeris Beta Code: paxumerh/s

English (LSJ)

παχυμερές,
A consisting of thick or coarse parts, Ti.Locr.100e (Comp.), Arist.Pr.873a6; ἀήρ Corn.ND5 (Sup.); τὸ παχυμερές the dense part, Epicur.Ep.2p.51U.; τὸ παχυμερέστερον, opp. τὸ λεπτομερέστερον, Arist.Cael.304a31; τὸ παχυμερέστατον Placit.1.3.11.
II metaph. in Adv., loosely, broadly, roughly, εἴρηται παχυμερῶς Str.1.4.7, cf. 8 (Comp.), Ach. Tat.Intr.Arat. 18; cursorily, ἐξετάζειν Just.Nov. 53.4.1.

German (Pape)

[Seite 539] ές, aus dicken od. groben Theilen bestehend, Tim. Locr. 100 e u. Sp., wie Plut. Quaest. nat. 5. – Adv., Strab. I p. 66.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰχῠμερής: -ές, ὁ ἐκ τῶν παχέων ἢ ἁδρῶν μερῶν συνιστάμενος, Τίμ. Λοκρ. 100Ε, Ἀριστ. Προβλ. 3. 14· τὸ παχυμερές, τὸ πυκνὸν μέρος, Διογ. Λ. 7. 142· τὸ παχυμερέστερον, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ λεπτομερέστερον, Ἀριστ. π. Οὐρ. 3. 5, 8. ΙΙ. μεταφορ. ἐν τῷ ἐπίρρ. = τῷ παχυλῶς, παχυμερῶς εἰρῆσθαι Στράβ. 66· πρβλ. παχὺς Ι. 2, παχυλός. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παχυμερῶς· ἁδρῶς, παχέως».

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
formé de parties épaisses, gros, épais;
Sp. παχυμερέστατος.
Étymologie: παχύς, μέρος.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
υλιστικός, πεζός, προσηλωμένος στα εγκόσμια
αρχ.
1. αυτός που αποτελείται από παχιά ή αδρά μέρη, σωματώδης, εύσωμος
2. σωματικός, υλικός
3. πρόχειρος και χονδρικός, κατά προσέγγιση
4. μτφ. παχύς
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ παχυμερές
το πυκνό μέρος.
επίρρ...
παχυμερῶς Α
1. (κατά τον Ησύχ.) χονδρικώς, με γενικό τρόπο, κατά προσέγγιση, αδρά
2. επί τροχάδην, γρήγορα («παχυμερῶς ἐξετάζειν», Ιουστιν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ- + -μερής (< μέρος), πρβλ. λεπτο-μερής].

Greek Monotonic

πᾰχῠμερής: -ές, αυτός που αποτελείται από πυκνά και χοντρά κομμάτια· μεταφ. ως επίρρ., χονδροειδώς, σε Στράβ.

Russian (Dvoretsky)

πᾰχῠμερής: состоящий из толстых или плотных частей (τὸ ψυχρόν Plat.; sc. ὕδωρ Arst.).

Middle Liddell

πᾰχῠ-μερής, ές
consisting of thick or coarse parts: metaph. in adv. roughly, Strab.