ἀλαζόνευμα: Difference between revisions

From LSJ

Καὶ μὴν ὑπεραποθνῄσκειν γε μόνοι ἐθέλουσιν οἱ ἐρῶντες, οὐ μόνον ὅτι ἄνδρες, ἀλλὰ καὶ αἱ γυναῖκες. → After all, it is only those in love who are actually willing to die for another — not just men, but women as well. (Plato, Symposium 179b)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br />[[fanfarronada]], [[alarde]], [[bravata]] Ar.<i>Ach</i>.63, 87, Aeschin.1.178, 3.238, Aristid.<i>Or</i>.27.29, Basil.M.29.509A.
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br />[[fanfarronada]], [[alarde]], [[bravata]] Ar.<i>Ach</i>.63, 87, Aeschin.1.178, 3.238, Aristid.<i>Or</i>.27.29, Basil.M.29.509A.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:15, 20 July 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλαζόνευμα Medium diacritics: ἀλαζόνευμα Low diacritics: αλαζόνευμα Capitals: ΑΛΑΖΟΝΕΥΜΑ
Transliteration A: alazóneuma Transliteration B: alazoneuma Transliteration C: alazonevma Beta Code: a)lazo/neuma

English (LSJ)

ατος, τό, A imposture, piece of humbug, Aeschin.3. 238, cf. Aristid. 27(16).29: in pl., quackeries, Ar.Ach.87, Aeschin. 1.178.

German (Pape)

[Seite 88] τό, Prahlerei, bes. Unwahrheit im Reden, neben ἀπάτη Aesch. 1, 178; vgl. 3, 238; Ar. Ach. 87.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλαζόνευμα: -ατος, τό, = ἀπάτη διὰ μεγάλων λόγων, κομπασμός, καύχησις, Αἰσχίν. 87. 41: κατὰ πληθυντ., λόγοι παχεῖς, Ἀριστοφ. Ἀχ. 87, Αἰσχίν. 25. 23.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
fanfaronnade.
Étymologie: ἀλαζονεύομαι.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
• Prosodia: [ᾰ-]
fanfarronada, alarde, bravata Ar.Ach.63, 87, Aeschin.1.178, 3.238, Aristid.Or.27.29, Basil.M.29.509A.

Greek Monolingual

το (Α ἀλαζόνευμα) ἀλαζονεύομαι
1. πράξη αλαζονείας, εξαπάτηση με μεγάλα λόγια, κομπασμός, καύχηση
2. στον πληθ. τα αλαζονεύματα
αερολογίες, ψευτιές, παχιά λόγια.

Greek Monotonic

ἀλαζόνευμα: -ατος, τό, εξαπάτηση, απάτη, τσαρλανατισμός, σε Αριστοφ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ἀλᾱζόνευμα: ατος τό похвальба, хвастливая ложь Arph., Aeschin.

Middle Liddell

[from ἀλαζονεύομαι
an imposture, piece of quackery, Ar., etc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀλαζόνευμα -ατος, τό ἀλαζονεύομαι opschepperij, gebral.