ἀποκναίω: Difference between revisions
γέλως τὰ σεμνὰ τοῦ βίου τοῖς σώφροσιν → pompous things in life make men of sound mind laugh (Menander)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> át. ἀποκνάω Pl.<i>Phlb</i>.26b (var.) | |dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> át. ἀποκνάω Pl.<i>Phlb</i>.26b (var.)<br /><b class="num">• Morfología:</b> [aor. ἀπέκναισα Pl.<i>R</i>.406b]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[arrancar la piel]] ἀποκναίσειεν ἂν κἂν ὁστισοῦν μου λαβόμενος τοῦ δέρματος Antiph.245<br /><b class="num">•</b>[[despedazar]] ἕλκοντε τοὺς πλωτῆρας ἂν ἀπεκναίετε Ar.<i>Ec</i>.1087.<br /><b class="num">2</b> [[proteger]] τοὺς ὀφθαλμοὺς τῷ φωτί Bas.Sel.<i>Or</i>.M.85.136C.<br /><b class="num">II</b> fig.<br /><b class="num">1</b> [[atormentar]], [[afligir]], [[inquietar]] ἑαυτόν Pl.<i>R</i>.406b, σύ μ' ἀποκναίεις περιπατῶν Men.<i>Mis.Fr</i>.3, ἀ. γὰρ ἀηδίᾳ [[δήπου]] καὶ ἀναισθησίᾳ D.21.153, cf. Call.<i>Fr</i>.177.13<br /><b class="num">•</b>[[aburrir]] τοὺς ἀκούοντας ἀηδίᾳ καὶ κόρῳ D.H.<i>Dem</i>.20, λέγοντες ἀποκναίουσιν Plu.2.961c<br /><b class="num">•</b>[[hacer aburrido]], [[tedioso]] τὸ ἀεὶ κατατείνειν τοῖς πόνοις ἀποκναίειν ποιεῖ Chrys.M.53.91, cf. D.C.73.17.2.<br /><b class="num">2</b> [[perjudicar]] καὶ σὺ μὲν ἀποκναῖσαι φῇς αὐτήν (νόμον καὶ τάξιν), ἐγὼ δὲ τοὐναντίον ... λέγω Pl.<i>Phlb</i>.26b<br /><b class="num">•</b>[[arruinar]] αὐτοὶ δὲ ἀποκναιόμενοι ... εἰσφοραῖς X.<i>HG</i> 6.2.1.<br /><b class="num">III</b> (cf. [[ἀποκνέω]]) [[vacilar]] ἐπὶ τὸν ... ἐφορμῆσαι πόλεμον Eus.<i>HE</i> 8.4.4. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 10:30, 20 July 2021
English (LSJ)
Att. ἀπο-κνάω, inf. -κνᾶν dub. l. Pl.Phlb.26b: aor. A -έκναισα Id.R.406b:— scrape, rub off, τι Antiph.245:—Med., Hsch. II ἀ. τινά wear one out, worry to death, Ar.Ec.1087, Pl.ll.cc., f.l. in Thphr.Char.7.4; σύ μ' ἀποκναίεις περιπατῶν Men.341; ἀποκναίει γὰρ ἀηδίᾳ δήπου καὶ ἀναισθησίᾳ D.21.153, cf. D.H.Dem.20:—Pass., to be worn out, Pl.R. 406b; εἰσφοραῖς X.HG6.2.1.
German (Pape)
[Seite 307] ab-, aufreiben; übh. beschwerlich fallen, quälen, ἑαυτόν Plat. Rep. III, 406 b; vgl. Dem. 21, 153; neben θλίβω Plut. Alc. 25; χρημάτων εἰσφοραῖς καὶ λῃστείαις ἀποκναιόμενοι Xen. Hell. 6, 2, 1; öfter bei Sp., z. B. Luc. Nigr. 8 Liban. progymn. myth. 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκναίω: Ἀττ. -κνάω, ἀπαρ. -κνᾶν, Πλάτ. Φίλ. 26Β: ― ἀόρ. -έκναισα ὁ αὐτ. Πολ. 406Β: - ἀποξέω, ἢ ἀποτρίβω, τι Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 9. ΙΙ. ἀποκν. τινά, ταράττω τινά, ἐνοχλῶ τινα, παρενοχλῶ ὑπὲρ τὸ δέον, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1087, Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.· σύ μ’ ἀποκναίεις περιπατῶν Μένανδ. ἐν «Μισουμένῳ» 10· ἀποκναίει γὰρ ἀηδίᾳ δήπου καὶ ἀναισθησίᾳ Δημ. 564. 12, Θεοφρ. Χαρ. 7, πρβλ. Διον. Ἁλ. περὶ Δημ. 20: - Παθ. φθείρομαι, καταστρέφομαι, ἀφανίζομαι, Πλάτ. Πολ. 406Β· εἰσφοραῖς Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 1: ἴδε Ρουγκ. Τίμ.
French (Bailly abrégé)
user, fatiguer, épuiser.
Étymologie: ἀπό, κναίω.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): át. ἀποκνάω Pl.Phlb.26b (var.)
• Morfología: [aor. ἀπέκναισα Pl.R.406b]
I 1arrancar la piel ἀποκναίσειεν ἂν κἂν ὁστισοῦν μου λαβόμενος τοῦ δέρματος Antiph.245
•despedazar ἕλκοντε τοὺς πλωτῆρας ἂν ἀπεκναίετε Ar.Ec.1087.
2 proteger τοὺς ὀφθαλμοὺς τῷ φωτί Bas.Sel.Or.M.85.136C.
II fig.
1 atormentar, afligir, inquietar ἑαυτόν Pl.R.406b, σύ μ' ἀποκναίεις περιπατῶν Men.Mis.Fr.3, ἀ. γὰρ ἀηδίᾳ δήπου καὶ ἀναισθησίᾳ D.21.153, cf. Call.Fr.177.13
•aburrir τοὺς ἀκούοντας ἀηδίᾳ καὶ κόρῳ D.H.Dem.20, λέγοντες ἀποκναίουσιν Plu.2.961c
•hacer aburrido, tedioso τὸ ἀεὶ κατατείνειν τοῖς πόνοις ἀποκναίειν ποιεῖ Chrys.M.53.91, cf. D.C.73.17.2.
2 perjudicar καὶ σὺ μὲν ἀποκναῖσαι φῇς αὐτήν (νόμον καὶ τάξιν), ἐγὼ δὲ τοὐναντίον ... λέγω Pl.Phlb.26b
•arruinar αὐτοὶ δὲ ἀποκναιόμενοι ... εἰσφοραῖς X.HG 6.2.1.
III (cf. ἀποκνέω) vacilar ἐπὶ τὸν ... ἐφορμῆσαι πόλεμον Eus.HE 8.4.4.
Greek Monolingual
ἀποκναίω (Α)
1. αποξύνω, αποτρίβω
2. (για άνθρωπο) κατατρύχω, κουράζω κάποιον υπερβολικά
3. (-ομαι) φθείρομαι, καταστρέφομαι, αφανίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + -κναίω = κνώ(-άω) «αποξύνω»].
Greek Monotonic
ἀποκναίω: Αττ. -κνάω, απαρ. -κνᾶν, αόρ. αʹ -έκναισα· κατατρύχω, παρενοχλώ κάποιον, τον ταράζω υπερβολικά, σε Πλάτ. κ.λπ. — Παθ., φθείρομαι, καταστρέφομαι, αφανίζομαι, στον ίδ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀποκναίω: и ἀποκνάω досл. растирать до крови, расцарапывать, перен. донимать, удручать, терзать, мучить (τινα Arph., Plat., Men.; τὰ ὦτα Plut.; τινὰ ἀηδίᾳ Dem., λαλιᾷ Plut.; χρημάτων εἰσφοραῖς καὶ λῃστείαις ἀποκναιόμενοι Xen.).
Middle Liddell
to wear one out, worry to death, Plat., etc.:—Pass. to be worn out, Plat., Xen.