ἄκνισος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(ἄκνῑσος) -ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἄκνισσ- Plu.2.123b<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que no tiene grasa]], [[en que no se sacrifica]] βωμός <i>AP</i> 10.7 (Arch.).<br /><b class="num">2</b> [[pobre en grasas]] σιτίοισι διαχρῆσθαι ... ἀνάλτοισι καὶ ἀκνίσοισιν Hp.<i>Morb</i>.2.54a, (τροφή) Thphr.<i>CP</i> 2.4.6, cf. Plu.l.c.<br /><b class="num">•</b>[[muy refinado]] [[ἔλαιον]] ἄ. Aret.<i>CA</i> 1.6.5.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[sin humo]], [[sin ahumar]] ἵνα ἄ. ἡ ἕψησις αὐτῶν γένηται Gal.14.266.
|dgtxt=(ἄκνῑσος) -ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἄκνισσ- Plu.2.123b<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que no tiene grasa]], [[en que no se sacrifica]] βωμός <i>AP</i> 10.7 (Arch.).<br /><b class="num">2</b> [[pobre en grasas]] σιτίοισι διαχρῆσθαι ... ἀνάλτοισι καὶ ἀκνίσοισιν Hp.<i>Morb</i>.2.54a, (τροφή) Thphr.<i>CP</i> 2.4.6, cf. Plu.l.c.<br /><b class="num">•</b>[[muy refinado]] [[ἔλαιον]] ἄ. Aret.<i>CA</i> 1.6.5.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[sin humo]], [[sin ahumar]] ἵνα ἄ. ἡ ἕψησις αὐτῶν γένηται Gal.14.266.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:50, 20 July 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄκνῑσος Medium diacritics: ἄκνισος Low diacritics: άκνισος Capitals: ΑΚΝΙΣΟΣ
Transliteration A: áknisos Transliteration B: aknisos Transliteration C: aknisos Beta Code: a)/knisos

English (LSJ)

ον, (κνῖσα) A without fat of sacrifices, βωμός AP10.7 (Arch.); βωμοῖσι παρ' ἀκνίσοισι cj. Cobet in Luc.JTr.6. 2 lacking in fats, τροφή Thphr.CP2.4.6, cf. Plu.2.123b. 3 without savoury odour, Hp.Morb.2.54; ἔλαιον not greasy, Aret.CA1.6. Adv. ἀκνίσως without being smoked or burnt, Gal.14.266.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκνῑσος: -ον, (κνῖσα) = ἄνευ κνίσης, ἤτοι ἄνευ τοῦ πάχους τῶν θυμάτων, βωμός, Ἀνθ. Π. 10. 7· οὕτως ὁ Κόβητος διορθοῖ, βωμοῖσι παρ’ ἀκνίσοισι ἐν Λουκ. Ζεὺς Τραγ. 6. 2) ἰσχνός, ἀδύνατος, ἐπὶ προσώπων, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 2. 4, 6· ἐπὶ ἐδέσματος, Πλουτ. 2. 123Β.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans graisse, non gras, maigre.
Étymologie: ἀ, κνῖσα.

Spanish (DGE)

(ἄκνῑσος) -ον
• Alolema(s): ἄκνισσ- Plu.2.123b
I 1que no tiene grasa, en que no se sacrifica βωμός AP 10.7 (Arch.).
2 pobre en grasas σιτίοισι διαχρῆσθαι ... ἀνάλτοισι καὶ ἀκνίσοισιν Hp.Morb.2.54a, (τροφή) Thphr.CP 2.4.6, cf. Plu.l.c.
muy refinado ἔλαιον ἄ. Aret.CA 1.6.5.
II adv. -ως sin humo, sin ahumar ἵνα ἄ. ἡ ἕψησις αὐτῶν γένηται Gal.14.266.

Greek Monolingual

ἄκνισος, -ον (Α) κνῑσα
1. αυτός που δεν έχει κνίσα προερχόμενη από θυσίες
2. (για τροφή) άπαχος
3. αυτός που δεν έχει ωραία οσμή.

Greek Monotonic

ἄκνῑσος: -ον (κνῖσα), χωρίς το πάχος, το λίπος των θυσιών, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἄκνῑσος:
1) не окутанный жертвенным чадом, т. е. погасший, пустой (βωμός Luc., Anth.);
2) нежирный (τροφή Plut.).

Middle Liddell

κνῖσα
without the fat of sacrifices, Anth.