ἄβουλος: Difference between revisions
Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>de pers. [[poco avisado]], [[mal aconsejado]], [[irreflexivo]] κεῖνος οὐκέτ' ἔστ' ἀνὴρ [[ἄβουλος]] οὐδ' [[ἄνολβος]], ὅστις ἐς κακὸν πεσὼν ἀκῆται μηδ' [[ἀκίνητος]] πέλῃ no es hombre poco avisado ni desgraciado aquel que habiendo caído sabe curarse y se deja convencer</i> S.<i>Ant</i>.1026, βοηθεῖν τοῖς ἀβουλοτάτοις ἡμῖν καὶ δυστυχεστάτοις Plu.<i>Dio</i> 43, πολλὰ γὰρ κακῶς γνωσθέντα ἀβουλοτέρων τῶν ἐναντίων τυχόντα κατωρθώθη muchas cosas concebidas desastrosamente resultaron bien al encontrarse con adversarios todavía menos avisados</i> Th.1.120.<br /><b class="num">2</b> de cosas [[insensato]], [[absurdo]] τοὔργον S.<i>OC</i> 940, στάσις S.<i>OT</i> 634, νόημα <i>Anacreont</i>.13.4<br /><b class="num">•</b>neutr. sup. como adv. ἀβουλότατα πολέμους ἵστασθαι Hdt.7.9β.<br /><b class="num">II</b> [[despreocupado]], [[desconsiderado]] πατήρ S.<i>El</i>.546, πατρίς E.<i>Supp</i>.321, ἀβούλου παντελῶς ἀνδρὸς τρόπον Men.<i>Pc</i>.812, θεός M.Ant.6.44<br /><b class="num">•</b>c. dat. τέκνοισι S.<i>Tr</i>.140.<br /><b class="num">III</b> adv. -ως [[irreflexivamente]], [[sin consejo]], [[insensatamente]] μὴ οὕτω συντάχυνε ἀ. Hdt.3.71, cf. Pherecr.152.6, E.<i>Heracl</i>.152. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 10:55, 20 July 2021
English (LSJ)
ον, A inconsiderate, ill-advised, S.Ant.1026, Men.Pk.382, Anacreont.12.4; τέκνοισι Ζῆν' ἄβουλον taking no thought for them, unfeeling, S.Tr. 140, cf. El.546, E.Heracl.152: Comp., Th.1.120.7: Sup., Plu.Dio43. Adv. -ως Hdt.3.71; οὐκ ἀ. Pherecr.143.6; ἀ. καὶ ἀθέως Antipho 1.23: Sup. ἀβουλότατα Hdt.7.9.β, Plb.Fr.92.
German (Pape)
[Seite 4] (βουλή), ohne Überlegung, unbedachtsam, übelberathen, Soph. ἀνήρ Antia. 1613; El. 953; πατήρ (καὶ κακὸς γνώμην) El. 536; πόλις C. C. 944; στάσις γλώσσης O. R. 634; νόημα Anacr. 12, 14. Im Ggstz von εὔβουλος Thuc. 1, 84; ἀβουλότερα neben κακῶς γνωσθέντα 1, 126. – Act., Ζεὺς τέκνοισιν ἄβουλος Soph. Tr. 132. – Adv. ἀβούλως, unüberlegt, Her. 3, 71; ἀβουλότατα 7, 9, 2; οὐκ ἀβ. ἀλλὰ πόῤῥωθεν κατεσκευασμέναι Pherec. Ath. XI, 486 b. – Aber Antiph. 1, 23 ἀβ. τε καὶ ἀθέως διαχρήσασθαί τινα, böswillig.
Greek (Liddell-Scott)
ἄβουλος: -ον, (βουλὴ) ἀσυλλόγιστος, κακῶς σκεφθείς, -ἀνήρ, Σοφ. Ἀντ. 1026 κτλ.: τέκνοισι Ζῆν ἄβουλον εἶδεν, μηδόλως περὶ αὐτῶν σκεπτόμενον, ὁ αὐτ. Τρ. 140. -πόλις, Οἰδ. Κ. 944. - στάσις γλώσσης, Οἰδ. Τ. 634. συγκρ. -ότεροι, Θουκ. 1, 120, 7. 2) = κακόβουλος, δύσβουλος, Σοφ. Ἠλ. 546. - ἐπίρρ. ως, Ἡρόδ. 3, 71: οὐκ ἀβ. Φερεκρ. Τυρ. 1, 6: ὑπερθ. -ότατα Ἡρόδ. 7. 9, 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 irréfléchi, imprudent, sot, déraisonnable;
2 indifférent à, τινι;
3 contraire, hostile à.
Étymologie: ἀ, βουλή.
Ant. εὔβουλος.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [ᾰ]
I 1de pers. poco avisado, mal aconsejado, irreflexivo κεῖνος οὐκέτ' ἔστ' ἀνὴρ ἄβουλος οὐδ' ἄνολβος, ὅστις ἐς κακὸν πεσὼν ἀκῆται μηδ' ἀκίνητος πέλῃ no es hombre poco avisado ni desgraciado aquel que habiendo caído sabe curarse y se deja convencer S.Ant.1026, βοηθεῖν τοῖς ἀβουλοτάτοις ἡμῖν καὶ δυστυχεστάτοις Plu.Dio 43, πολλὰ γὰρ κακῶς γνωσθέντα ἀβουλοτέρων τῶν ἐναντίων τυχόντα κατωρθώθη muchas cosas concebidas desastrosamente resultaron bien al encontrarse con adversarios todavía menos avisados Th.1.120.
2 de cosas insensato, absurdo τοὔργον S.OC 940, στάσις S.OT 634, νόημα Anacreont.13.4
•neutr. sup. como adv. ἀβουλότατα πολέμους ἵστασθαι Hdt.7.9β.
II despreocupado, desconsiderado πατήρ S.El.546, πατρίς E.Supp.321, ἀβούλου παντελῶς ἀνδρὸς τρόπον Men.Pc.812, θεός M.Ant.6.44
•c. dat. τέκνοισι S.Tr.140.
III adv. -ως irreflexivamente, sin consejo, insensatamente μὴ οὕτω συντάχυνε ἀ. Hdt.3.71, cf. Pherecr.152.6, E.Heracl.152.
Greek Monotonic
ἄβουλος: -ον (βουλή), ασυλλόγιστος, αυτός που έχει κακή κρίση, σε Σοφ. κ.λπ.· τέκνοισι ἄβουλος, αυτός που δεν μεριμνά καθόλου γι' αυτά, στον ίδ.· συγκρ. ἀβουλότερος, σε Θουκ.· επίρρ. ἀβούλως, ασυλλόγιστα, απερίσκεπτα, σε Ηρόδ.· υπερθ. ἀβουλότατα, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἄβουλος:
1) необдуманный (νόημα Anacr.); безрассудный, опрометчивый (ἀνήρ, πόλις Soph.);
2) не заботящийся, беззаботный (τινι Soph.).
Middle Liddell
βουλή
inconsiderate, ill-advised, Soph., etc.; τέκνοισι ἄβουλος taking no thought for them, Soph.: comp. -ότερος, Thuc.; adv. -ως, inconsiderately, Hdt.; Sup. ἀβουλότατα, Hdt.