ἐπιμειδιάω: Difference between revisions

From LSJ

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
mNo edit summary
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιμειδιάω:''' μέλ. -ήσω [ᾰ], [[χαμογελώ]] σε κάποιον, σε Ξεν.<br /><b class="num">• [[ἐπιμειδιάω]]:</b> μέλ. <i>-ήσω</i>, [[κοροϊδεύω]], [[κρυφογελώ]] κοροϊδευτικά, <i>ἐπιμειδήσας προσέφη</i>, τον προσφώνησε, του απευθύνθηκε με [[χαμόγελο]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἐπιμειδιάω:''' μέλ. -ήσω [ᾰ], [[χαμογελώ]] σε κάποιον, σε Ξεν.<br /><b class="num">•</b>[[ἐπιμειδιάω]]: μέλ. <i>-ήσω</i>, [[κοροϊδεύω]], [[κρυφογελώ]] κοροϊδευτικά, <i>ἐπιμειδήσας προσέφη</i>, τον προσφώνησε, του απευθύνθηκε με [[χαμόγελο]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπιμειδιῶ]], [[ἐπιμειδιάω]] (AM) [[μειδιώ]]<br />[[χαμογελώ]] για [[κάτι]] («ταῡτα ἀκούσαντα ἐπιμειδιᾱσαι λέγεται τῷ λόγῳ», Αρρ.)
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 15:48, 25 July 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιμειδιάω Medium diacritics: ἐπιμειδιάω Low diacritics: επιμειδιάω Capitals: ΕΠΙΜΕΙΔΙΑΩ
Transliteration A: epimeidiáō Transliteration B: epimeidiaō Transliteration C: epimeidiao Beta Code: e)pimeidia/w

English (LSJ)

A smile at, X.Cyr.2.2.16, A.R. 3.129; τῷ λόγῳ Arr.An.5.2.3.

German (Pape)

[Seite 960] = ἐπιμειδάω, Ap. Rh. 3, 129, u. in späterer Prosa, wie Arr. An. 5, 2, 4 Plut. Art. 15.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιμειδιάω: μέλλ. -άσω, μειδιῶ ἐπί τινι, Ξεν. Κύρ. 2. 2, 16, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 129· ἐπιμειδιᾶσαι λέγεται τῷ λόγῳ Ἀρρ. Ἀν 5. 2, 4.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
sourire sur.
Étymologie: ἐπί, μειδιάω.

Greek Monotonic

ἐπιμειδιάω: μέλ. -ήσω [ᾰ], χαμογελώ σε κάποιον, σε Ξεν.
ἐπιμειδιάω: μέλ. -ήσω, κοροϊδεύω, κρυφογελώ κοροϊδευτικά, ἐπιμειδήσας προσέφη, τον προσφώνησε, του απευθύνθηκε με χαμόγελο, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek Monolingual

ἐπιμειδιῶ, ἐπιμειδιάω (AM) μειδιώ
χαμογελώ για κάτι («ταῡτα ἀκούσαντα ἐπιμειδιᾱσαι λέγεται τῷ λόγῳ», Αρρ.)

Russian (Dvoretsky)

ἐπιμειδιάω: Xen., Plut. = ἐπιμειδάω.

Middle Liddell

fut. άσω
to smile upon, Xen.