δαιμονιόπληκτος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)

Source
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δαιμονιόπληκτος]], -ον (AM)<br />αυτός που έχει πληγεί από [[δαιμόνιο]], [[δαιμονισμένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δαιμόνιο]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πληκτος</i> <span style="color: red;"><</span> [[πλήσσω]] / [[πλήττω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[έκπληκτος]], [[φρενόπληκτος]])].
|mltxt=[[δαιμονιόπληκτος]], -ον (AM)<br />αυτός που έχει πληγεί από [[δαιμόνιο]], [[δαιμονισμένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δαιμόνιο]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πληκτος</i> <span style="color: red;"><</span> [[πλήσσω]] / [[πλήττω]] ([[πρβλ]]. [[έκπληκτος]], [[φρενόπληκτος]])].
}}
}}

Revision as of 08:35, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δαιμονιόπληκτος Medium diacritics: δαιμονιόπληκτος Low diacritics: δαιμονιόπληκτος Capitals: ΔΑΙΜΟΝΙΟΠΛΗΚΤΟΣ
Transliteration A: daimonióplēktos Transliteration B: daimonioplēktos Transliteration C: daimoniopliktos Beta Code: daimonio/plhktos

English (LSJ)

ον, A = δαιμονιόληπτος (smitten by evil spirits, possessed by evil spirits, possessed), PMag.Leid.V.9.1, Ptol. Tetr.169: Subst. δαιμονιοπληξία, ἡ, ib.170, Petas. ap. Olymp.Alch.p.95 B.

German (Pape)

[Seite 514] von einem Dämon geschlagen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δαιμονιόπληκτος: -ον, = δαιμονιόληπτος· καὶ οὐσιαστ. -πληξία, ἡ, Πρόκλ.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): δαιμονο- PMag.12.281
poseído por un espíritu maligno, poseso Ptol.Tetr.3.15.3, PMag.l.c., Rhetor. en Cat.Cod.Astr.8(4).164, 165.

Greek Monolingual

δαιμονιόπληκτος, -ον (AM)
αυτός που έχει πληγεί από δαιμόνιο, δαιμονισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δαιμόνιο + -πληκτος < πλήσσω / πλήττω (πρβλ. έκπληκτος, φρενόπληκτος)].