γνάφω: Difference between revisions
ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief
m (LSJ2 replacement) |
|||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[γνάπτω]] (AM [[γνάπτω]], Α και [[κνάπτω]], Μ και [[γνάφω]])<br /><b>1.</b> [[κατεργάζομαι]] δέρματα<br /><b>2.</b> (για [[δέρμα]] ανθρώπου) [[χτυπώ]] κάποιον ώσπου να γίνει το [[δέρμα]] του σκληρό, σαν κατεργασμένο, [[βασανίζω]] κάποιον<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για νύχια) γρατζουνώ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τα [[γνάπτω]] και [[κνάπτω]] ανάγονται σε IE <i>k</i><sub>ē</sub><i>n</i><i>ē</i>- <i>bh</i>- / <i>ken∂bh</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>ken</i>- «[[ξύνω]], [[τρίβω]]». Ο [[δημώδης]] και [[τεχνικός]] [[χαρακτήρας]] τους δικαιολογεί και την [[τροπή]] του <i>κν</i>- σε <i>γν</i>- [[καθώς]] και την [[ποικιλία]] τών μεταπτωτικών τύπων ( | |mltxt=και [[γνάπτω]] (AM [[γνάπτω]], Α και [[κνάπτω]], Μ και [[γνάφω]])<br /><b>1.</b> [[κατεργάζομαι]] δέρματα<br /><b>2.</b> (για [[δέρμα]] ανθρώπου) [[χτυπώ]] κάποιον ώσπου να γίνει το [[δέρμα]] του σκληρό, σαν κατεργασμένο, [[βασανίζω]] κάποιον<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για νύχια) γρατζουνώ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τα [[γνάπτω]] και [[κνάπτω]] ανάγονται σε IE <i>k</i><sub>ē</sub><i>n</i><i>ē</i>- <i>bh</i>- / <i>ken∂bh</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>ken</i>- «[[ξύνω]], [[τρίβω]]». Ο [[δημώδης]] και [[τεχνικός]] [[χαρακτήρας]] τους δικαιολογεί και την [[τροπή]] του <i>κν</i>- σε <i>γν</i>- [[καθώς]] και την [[ποικιλία]] τών μεταπτωτικών τύπων ([[πρβλ]]. [[κνέφαλλον]]). Το [[κνάπτω]] συνδέεται με τα [[κναίω]], <i>κνην</i>, [[κνίζω]], [[κνύω]] [[καθώς]] και με τύπους άλλων γλωσσών ([[πρβλ]]. ουαλ. <i>cnaif</i> «[[πούπουλο]]», λιθ. <i>knabenti</i> «[[τσιμπολογώ]], [[τρώω]]»)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:35, 23 August 2021
English (LSJ)
v. κνάφω.
Greek Monolingual
και γνάπτω (AM γνάπτω, Α και κνάπτω, Μ και γνάφω)
1. κατεργάζομαι δέρματα
2. (για δέρμα ανθρώπου) χτυπώ κάποιον ώσπου να γίνει το δέρμα του σκληρό, σαν κατεργασμένο, βασανίζω κάποιον
νεοελλ.
(για νύχια) γρατζουνώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τα γνάπτω και κνάπτω ανάγονται σε IE kēnē- bh- / ken∂bh- < ken- «ξύνω, τρίβω». Ο δημώδης και τεχνικός χαρακτήρας τους δικαιολογεί και την τροπή του κν- σε γν- καθώς και την ποικιλία τών μεταπτωτικών τύπων (πρβλ. κνέφαλλον). Το κνάπτω συνδέεται με τα κναίω, κνην, κνίζω, κνύω καθώς και με τύπους άλλων γλωσσών (πρβλ. ουαλ. cnaif «πούπουλο», λιθ. knabenti «τσιμπολογώ, τρώω»)].