εντελέχεια: Difference between revisions
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
(12) |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[ἐντελέχεια]])<br />Ι. (στην αριστοτελική [[φιλοσοφία]])<br /><b>1.</b> η [[πράξη]] που έχει ολοκληρωθεί και η [[τελειότητα]] που απορρέει απ' αυτή την [[ολοκλήρωση]]<br /><b>2.</b> η [[μορφή]] ([[είδος]]) ή η [[αιτία]], ο [[λόγος]] που προκαλεί τη [[μετάβαση]] από την «δυνάμει» [[κατάσταση]] στην «ενεργεία» [[κατάσταση]]<br />ΙΙ. ([[κατά]] τον Λάιμπνιτς) όλες οι απλές υποστάσεις ή δημιουργημένες μονάδες, [[γιατί]] έχουν [[μέσα]] τους μια ορισμένη [[τελειότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[εντελέχεια]] προέρχεται από τη [[φράση]] <i>εντελές έχειν</i> ( | |mltxt=η (Α [[ἐντελέχεια]])<br />Ι. (στην αριστοτελική [[φιλοσοφία]])<br /><b>1.</b> η [[πράξη]] που έχει ολοκληρωθεί και η [[τελειότητα]] που απορρέει απ' αυτή την [[ολοκλήρωση]]<br /><b>2.</b> η [[μορφή]] ([[είδος]]) ή η [[αιτία]], ο [[λόγος]] που προκαλεί τη [[μετάβαση]] από την «δυνάμει» [[κατάσταση]] στην «ενεργεία» [[κατάσταση]]<br />ΙΙ. ([[κατά]] τον Λάιμπνιτς) όλες οι απλές υποστάσεις ή δημιουργημένες μονάδες, [[γιατί]] έχουν [[μέσα]] τους μια ορισμένη [[τελειότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[εντελέχεια]] προέρχεται από τη [[φράση]] <i>εντελές έχειν</i> ([[πρβλ]]. [[νουνέχεια]]) και όχι από το [[επίθετο]] [[εντελεχής]], [[γιατί]] τόσο το [[επίθετο]] όσο και το [[επίρρημα]] [[εντελεχώς]] [[είναι]] τύποι που δημιουργήθηκαν από [[σύγχυση]] της λ. [[εντελέχεια]] [[προς]] τον τ. [[ενδελέχεια]], -<i>χής</i>, -<i>χώς</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:42, 23 August 2021
Greek Monolingual
η (Α ἐντελέχεια)
Ι. (στην αριστοτελική φιλοσοφία)
1. η πράξη που έχει ολοκληρωθεί και η τελειότητα που απορρέει απ' αυτή την ολοκλήρωση
2. η μορφή (είδος) ή η αιτία, ο λόγος που προκαλεί τη μετάβαση από την «δυνάμει» κατάσταση στην «ενεργεία» κατάσταση
ΙΙ. (κατά τον Λάιμπνιτς) όλες οι απλές υποστάσεις ή δημιουργημένες μονάδες, γιατί έχουν μέσα τους μια ορισμένη τελειότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. εντελέχεια προέρχεται από τη φράση εντελές έχειν (πρβλ. νουνέχεια) και όχι από το επίθετο εντελεχής, γιατί τόσο το επίθετο όσο και το επίρρημα εντελεχώς είναι τύποι που δημιουργήθηκαν από σύγχυση της λ. εντελέχεια προς τον τ. ενδελέχεια, -χής, -χώς].