εὐώδης: Difference between revisions
πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ες (ΑΜ [[εὐώδης]], -ες)<br />αυτός που αποπνέει ευχάριστη [[μυρωδιά]], [[εύοσμος]], [[μυρωδάτος]], μοσχομυρισμένος («εὐῶδες [[ἔλαιον]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐωδῶς</i> (Μ)<br />με ωραία, γλυκιά [[μυρωδιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ωδης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>όζω</i> <span style="color: red;"><</span> <i>όδ</i>-<i>jω</i>) τ. που εμφανίζει την εκτεταμένη [[βαθμίδα]] <i>ωδ</i>- της ρίζας <i>οδ</i>- (<i>οδ</i>-<i>μή</i> > [[οσμή]]), | |mltxt=-ες (ΑΜ [[εὐώδης]], -ες)<br />αυτός που αποπνέει ευχάριστη [[μυρωδιά]], [[εύοσμος]], [[μυρωδάτος]], μοσχομυρισμένος («εὐῶδες [[ἔλαιον]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐωδῶς</i> (Μ)<br />με ωραία, γλυκιά [[μυρωδιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ωδης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>όζω</i> <span style="color: red;"><</span> <i>όδ</i>-<i>jω</i>) τ. που εμφανίζει την εκτεταμένη [[βαθμίδα]] <i>ωδ</i>- της ρίζας <i>οδ</i>- (<i>οδ</i>-<i>μή</i> > [[οσμή]]), [[πρβλ]]. <i>δυσ</i>-<i>ώδης</i>. Από τέτοια [[σύνθετα]] προήλθε η παραγωγική [[κατάληξη]] -<i>ώδης</i> ([[πρβλ]]. <i>αιματ</i>-<i>ώδης</i>, <i>ζοφ</i>-<i>ώδης</i>)]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 09:15, 23 August 2021
English (LSJ)
ες, (ὄδωδα) A sweetsmelling, fragrant, ἐν θαλάμῳ εὐώδεϊ Il.3.382; ἔλαιον Od.2.339; κυπάρισσος 5.64: Comp. -έστερος Pl.Hp.Ma.290e, Arist.Pr.877b25: Sup. -έστατος Hdt.3.112; ἄδυτον Pi.O.7.32, cf. B.13.40, etc.; ὀδόντες Hp.Mul.2.185; opp. δυσώδης, Arist.de An.421b23; εὐῶδες ὄζειν Id.Pr.906b14; of wines, having a bouquet, PTeb.120.62 (i B. C.), etc.
German (Pape)
[Seite 1111] ες, wohlriechend, angenehm duftend, θάλαμος Il. 3, 382, κυπάρισσος Od. 5, 64, ἔλαιον 2, 339; ἄνθος, ἄδυτον Pind. N. 11, 41 Ol. 7, 32; ἐλαίας καρπός Aesch. Pers. 609, φλόξ Ag. 583; κῆποι Ar. Av. 1067; sp. D., wie in Prosa, τόπος Plat. Conv. 196 b; εὐωδέστατος Phaedr. 230 b; – τὸ εὐῶδες, = εὐωδία, Plut. Symp. 4, 1, 3. – Über die Betonung vgl. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 254.
Greek (Liddell-Scott)
εὐώδης: -ες, (ὄζω, ὄδωδα) ὡς καὶ νῦν, ἔχων καλὴν ὀσμήν, εὔοσμος, πλήρης εὐωδίας, ἀντίθετον τῷ δυσώδης, ἐν θαλάμῳ εὐώδεϊ Ἰλ. Γ. 382· εὐῶδες ἔλαιον Ὀδ. Β. 339· εὐώδης κυπάρισσος Ε. 64· εὐωδέστατος Ἡρόδ. 3. 112· ἀκολούθως παρὰ Πινδ., παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς καὶ πεζολόγοις· - τὸ εὐῶδες = εὐωδία, Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 9, 11· εὐῶδες ὄζειν ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 12. 3.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
qui exhale une odeur agréable, odoriférant;
Cp. εὐωδέστερος, Sp. εὐωδέστατος.
Étymologie: εὖ, ὄζω.
English (Autenrieth)
ες (ὄζω, ὄδωδα): sweetsmelling, fragrant.
English (Slater)
εὐώδης
1 sweet smelling εὐώδεος ἐξ ἀδύτου (O. 7.32) δένδρεά τ' οὐκ ἐθέλει πάσαις ἐτέων περόδοις ἄνθος εὐῶδες φέρειν πλούτῳ ἴσον (N. 11.41)
Spanish
Greek Monolingual
-ες (ΑΜ εὐώδης, -ες)
αυτός που αποπνέει ευχάριστη μυρωδιά, εύοσμος, μυρωδάτος, μοσχομυρισμένος («εὐῶδες ἔλαιον», Ομ. Ιλ.).
επίρρ...
εὐωδῶς (Μ)
με ωραία, γλυκιά μυρωδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ωδης (< όζω < όδ-jω) τ. που εμφανίζει την εκτεταμένη βαθμίδα ωδ- της ρίζας οδ- (οδ-μή > οσμή), πρβλ. δυσ-ώδης. Από τέτοια σύνθετα προήλθε η παραγωγική κατάληξη -ώδης (πρβλ. αιματ-ώδης, ζοφ-ώδης)].
Greek Monotonic
εὐώδης: -ες (ὄδωδα), αυτός που έχει γλυκιά μυρωδιά, ευωδιαστός, αρωματικός, σε Όμηρ. κ.λπ.· εὐωδέστατος, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
εὐώδης: ὄζω благовонный, благоуханный, душистый (θάλαμος, κυπάρισσος Hom.; ἄνθος Pind.; ἐλαίας καρπός Aesch.; κῆποι Arph.; λήδανον Her.; τόπος Plat.; ὀσμή Arst.; φυτά, ἀρώματα Plut.).
Middle Liddell
εὐ-ώδης, ες ὄδωδα
sweet-smelling, fragrant, Hom., etc.; εὐωδέστατος Hdt.