εὔβολος: Difference between revisions
τὸ τῶν γεωργῶν ὅσαι τε ἄλλαι τέχναι (Plato, Timaeus 17c10) → the class of farmers and other such crafts(men)
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ") |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὔβολος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ρίχνει με [[ευστοχία]] τον βόλο, το [[ζάρι]] («[[Μίδας]] ἐν κύβοισιν εὐβολώτατος»)<br /><b>2.</b> αυτός που αναφέρεται στην εύστοχη [[ζαριά]]<br /><b>3.</b> ο επιτυχημένος, ο [[εύστοχος]] («[[εὔβολος]] [[ἄγρη]]», Οππ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐβόλως</i><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «ἦν γὰρ εὐβόλως ἔχων» — ήταν [[ευτυχισμένος]] (<b>Αισχύλ.</b>)<br />2) [[αντί]] <i>ευβούλως</i><br />3) ευστόχως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>βολος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), | |mltxt=[[εὔβολος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ρίχνει με [[ευστοχία]] τον βόλο, το [[ζάρι]] («[[Μίδας]] ἐν κύβοισιν εὐβολώτατος»)<br /><b>2.</b> αυτός που αναφέρεται στην εύστοχη [[ζαριά]]<br /><b>3.</b> ο επιτυχημένος, ο [[εύστοχος]] («[[εὔβολος]] [[ἄγρη]]», Οππ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐβόλως</i><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «ἦν γὰρ εὐβόλως ἔχων» — ήταν [[ευτυχισμένος]] (<b>Αισχύλ.</b>)<br />2) [[αντί]] <i>ευβούλως</i><br />3) ευστόχως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>βολος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), [[πρβλ]]. [[αμφί]]-<i>βολος</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 09:16, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A throwing luckily (with the dice), Μίδας ἐν κύβοισιν εὐβολώτατος Eub.58, cf. Poll.9.94, Suid. s.v. Μίδας: generally, lucky, ἄγρη Opp. H.3.71, Hld.5.18. Adv., ἦν γὰρ εὐβόλως ἔχων = he was in luck, cj. Pors. for εὐβούλως, A.Ch.696: Comp., πεσσοὶ εὐβολώτερον πίπτοντες Aristaenet. 1.23.
German (Pape)
[Seite 1058] gut werfend, treffend, Hel. 5, 18; – ἄγρη, eine glückliche Jagd, Opp. H. 3, 71; auch vom Brettspiel, πεσσοὶ εὐβολώτερον πίπτοντες Aristaen. 1, 23, die glücklicher fallen; vgl. Poll. 9, 94.
Greek (Liddell-Scott)
εὔβολος: -ον, (βάλλω) εὐκόλως ἐπιτυγχάνων βόλος, εὐκόλως ἐπιτυγχάνον ῥίψιμον τοῦ κύβου, Μίδας ἐν κύβοισιν εὐβολώτατος (τὸ δὲ Μίδας ἦν ὄνομα βόλου) Εὔβολος ἐν «Κυβευταῖς» 4, Πολυδ. Θ΄, 94, Σουΐδ. ἐν λ. Μίδας: - καθόλου, εὐτυχής, ἐπιτυχής, «τυχηρός», ἄγρη Ὀππ. Ἁλ. 3. 71, Ἡλιόδ. 5. 18. - Ἐπίρρ., ἦν γάρ εὐβόλως ἔχων, ἦτο εὐτυχής, διετέλει ἐν εὐτυχίᾳ, Αἰσχύλ. Χο. 696 (οὕτως ὁ Pors. ἀντὶ εὐβούλως).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui jette (les dés) adroitement;
2 qui réussit, heureux.
Étymologie: εὖ, βάλλω.
Greek Monolingual
εὔβολος, -ον (Α)
1. αυτός που ρίχνει με ευστοχία τον βόλο, το ζάρι («Μίδας ἐν κύβοισιν εὐβολώτατος»)
2. αυτός που αναφέρεται στην εύστοχη ζαριά
3. ο επιτυχημένος, ο εύστοχος («εὔβολος ἄγρη», Οππ.).
επίρρ...
εὐβόλως
1. φρ. «ἦν γὰρ εὐβόλως ἔχων» — ήταν ευτυχισμένος (Αισχύλ.)
2) αντί ευβούλως
3) ευστόχως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -βολος (< βάλλω), πρβλ. αμφί-βολος].
Greek Monotonic
εὔβολος: -ον, αυτός που κερδίζει στο ρίξιμο του κύβου, του ζαριού, εύστοχος, επιτυχής· επίρρ., ἦν γὰρ εὐβόλως ἔχων, βρισκόταν σε ευτυχία, ήταν ευτυχισμένος, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
εὔ-βολος, ον
throwing luckily (with the dice): adv., ἦν γὰρ εὐβόλως ἔχων he was in luck, Aesch.