ιμάτιο: Difference between revisions
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
m (Text replacement - ">" to ">") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (ΑΜ [[ἱμάτιον]], Μ και ἱμάτιν και ἱμάτι)<br />[[ένδυμα]], [[ρούχο]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ρούχο]] που φοριέται [[κατάσαρκα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> εξωτερικό [[ένδυμα]] που φοριόταν [[πάνω]] από τον χιτώνα<br /><b>2.</b> (στους Ρωμαίους) η [[τήβεννος]]<br /><b>3.</b> ύφασμα που καλύπτει ή διακοσμεί κάποιον ή [[κάτι]], [[σκέπασμα]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> («ἐν ἱματίοις» — με τα καθημερινά ενδύματα, [[χωρίς]] οπλισμό, εν [[καιρώ]] ειρήνης).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποκορ. της λ. [[εἷμα]] ([[αντί]] [[εἱμάτιον]]), που προήλθε με [[τροπή]] του <i>ει</i> σε <i>ι</i> λόγω αφομοιώσεως [[προς]] το <i>ι</i> της κατάλ. -<i>ιον</i> ( | |mltxt=το (ΑΜ [[ἱμάτιον]], Μ και ἱμάτιν και ἱμάτι)<br />[[ένδυμα]], [[ρούχο]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ρούχο]] που φοριέται [[κατάσαρκα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> εξωτερικό [[ένδυμα]] που φοριόταν [[πάνω]] από τον χιτώνα<br /><b>2.</b> (στους Ρωμαίους) η [[τήβεννος]]<br /><b>3.</b> ύφασμα που καλύπτει ή διακοσμεί κάποιον ή [[κάτι]], [[σκέπασμα]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> («ἐν ἱματίοις» — με τα καθημερινά ενδύματα, [[χωρίς]] οπλισμό, εν [[καιρώ]] ειρήνης).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποκορ. της λ. [[εἷμα]] ([[αντί]] [[εἱμάτιον]]), που προήλθε με [[τροπή]] του <i>ει</i> σε <i>ι</i> λόγω αφομοιώσεως [[προς]] το <i>ι</i> της κατάλ. -<i>ιον</i> ([[πρβλ]]. [[βυβλίον]] > [[βιβλίον]]). Τύποι [[εἱμάτιον]] / <i>ἡμάτιον</i> μαρτυρούνται αντιστοίχως στην Ιωνική και στη Δωρική. Η λ. εχρησιμοποιείτο [[συχνά]] στον πληθ. <i>ἱμάτια</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ιματεύομαι]], [[ιματιδάριον]], [[ιματίδιον]], [[ιματίζω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ιματάκιν]], [[ιματίτσιν]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ιματιοθήκη]], [[ιματιοπράτης]], [[ιματιοπώλης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ιματηγός]], [[ιματιοκάπηλος]], [[ιματιοκλέπτης]], [[ιματιομίσθης]], [[ιματιομισθωτής]], <i>ιματιοποιΐα</i>, [[ιματιοπλύτης]], [[ιματιουργός]], [[ιματιοφόριον]], [[ιματιοφορίς]], [[ιματοκλέπτης]]<br />(αρχ. -μσν.) [[ιματιοφύλαξ]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:00, 23 August 2021
Greek Monolingual
το (ΑΜ ἱμάτιον, Μ και ἱμάτιν και ἱμάτι)
ένδυμα, ρούχο
μσν.
ρούχο που φοριέται κατάσαρκα
αρχ.
1. εξωτερικό ένδυμα που φοριόταν πάνω από τον χιτώνα
2. (στους Ρωμαίους) η τήβεννος
3. ύφασμα που καλύπτει ή διακοσμεί κάποιον ή κάτι, σκέπασμα
4. φρ. («ἐν ἱματίοις» — με τα καθημερινά ενδύματα, χωρίς οπλισμό, εν καιρώ ειρήνης).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. της λ. εἷμα (αντί εἱμάτιον), που προήλθε με τροπή του ει σε ι λόγω αφομοιώσεως προς το ι της κατάλ. -ιον (πρβλ. βυβλίον > βιβλίον). Τύποι εἱμάτιον / ἡμάτιον μαρτυρούνται αντιστοίχως στην Ιωνική και στη Δωρική. Η λ. εχρησιμοποιείτο συχνά στον πληθ. ἱμάτια.
ΠΑΡ. αρχ. ιματεύομαι, ιματιδάριον, ιματίδιον, ιματίζω
μσν.
ιματάκιν, ιματίτσιν.
ΣΥΝΘ. ιματιοθήκη, ιματιοπράτης, ιματιοπώλης
αρχ.
ιματηγός, ιματιοκάπηλος, ιματιοκλέπτης, ιματιομίσθης, ιματιομισθωτής, ιματιοποιΐα, ιματιοπλύτης, ιματιουργός, ιματιοφόριον, ιματιοφορίς, ιματοκλέπτης
(αρχ. -μσν.) ιματιοφύλαξ].